- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θύρα?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: thyrā 고전 발음: [튀라:] 신약 발음: [튀라]

기본형: θύρα θύρας

형태분석: θυρ (어간) + α (어미)

  1. 문, 입
  2. 입구, 입장
  1. door
  2. entrance

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θύρα

문이

θύρα

문들이

θύραι

문들이

속격 θύρας

문의

θύραιν

문들의

θυρῶν

문들의

여격 θύρᾳ

문에게

θύραιν

문들에게

θύραις

문들에게

대격 θύραν

문을

θύρα

문들을

θύρας

문들을

호격 θύρα

문아

θύρα

문들아

θύραι

문들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν. τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ πλαγίων. κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν. (Septuagint, Liber Genesis 6:16)

    (70인역 성경, 창세기 6:16)

  • ἐξῆλθε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 19:6)

    (70인역 성경, 창세기 19:6)

  • εἶπαν δὲ αὐτῷ. ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν. μὴ καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν. (Septuagint, Liber Genesis 19:9)

    (70인역 성경, 창세기 19:9)

  • ἐκτείναντες δὲ οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν. (Septuagint, Liber Genesis 19:10)

    (70인역 성경, 창세기 19:10)

  • τοὺς δὲ ἄνδρας τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ παρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν. (Septuagint, Liber Genesis 19:11)

    (70인역 성경, 창세기 19:11)

유의어

  1. 입구

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION