καθέδρα?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: kathedrā
고전 발음: [까테드라:]
신약 발음: [까태드라]
기본형:
καθέδρα
καθέδρας
형태분석:
καθεδρ
(어간)
+
α
(어미)
뜻
- 자리, 의자
- 의자, 자리
- 아래, 밑, 바닥, 불
- 기둥 기반
- seat
- chair
- (nautical) rower's seat
- sitting part, posterior, bottom
- (architecture) base of a column
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- κίονες δὲ ἑστήκασι περὶ αὐτὴν καὶ καθέδραι πεποίηνται τοὺς ἐσελθόντας ἀναψύχειν ὡρ´ᾳ θέρους. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 4 9:6)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 4 9:6)
- καθίσαντες ἐπὶ τῶν εἰρεσιῶν ἐν τῇ χέρσῳ τοὺς ἄνδρας τὴν αὐτὴν ἔχοντας τάξιν ταῖς ἐπ αὐτῶν τῶν πλοίων καθέδραις, μέσον δ ἐν αὐτοῖς στήσαντες τὸν κελευστήν, ἅμα πάντας ἀναπίπτειν ἐφ αὑτοὺς ἄγοντας τὰς χεῖρας καὶ πάλιν προνεύειν ἐξωθοῦντας ταύτας συνείθιζον ἄρχεσθαί τε καὶ λήγειν τῶν κινήσεων πρὸς τὰ τοῦ κελευστοῦ παραγγέλματα. (Polybius, Histories, book 1, chapter 21 2:1)
(폴리비오스, Histories, book 1, chapter 21 2:1)
- καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν. αὔριον νεομηνία, καὶ ἐπισκεπήσῃ, ὅτι ἐπισκεπήσεται καθέδρα σου. (Septuagint, Liber I Samuelis 20:17)
(70인역 성경, 사무엘기 상권 20:17)
- ΜΑΚΑΡΙΟΣ ἀνήρ, ὃς οὐκ ἐπορεύθη ἐν βουλῇ ἀσεβῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁμαρτωλῶν οὐκ ἔστη καὶ ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν. (Septuagint, Liber Psalmorum 1:1)
(70인역 성경, 시편 1:1)
- ὑψωσάτωσαν αὐτὸν ἐν ἐκκλησίᾳ λαοῦ καὶ ἐν καθέδρᾳ πρεσβυτέρων αἰνεσάτωσαν αὐτόν. (Septuagint, Liber Psalmorum 106:32)
(70인역 성경, 시편 106:32)
- καὶ ἰδοὺ γὰρ ἤδη ἐκφυγόντες τὸν ἥλιον ἐν τῷ συνηρεφεῖ ἐσμεν, καὶ καθέδρα μάλα ἡδεῖα καὶ εὔκαιρος ἐπὶ ψυχροῦ τοῦ λίθου. (Lucian, Anacharsis, (no name) 18:4)
(루키아노스, Anacharsis, (no name) 18:4)
- ἥ τε καθέδρα ἡ ἐπὶ τοῦ ἵππου αὐτοῦ τοῦ ἱππέως ἀεὶ εὐσχήμων καὶ ὀρθὴ ἐν τῷ ἀκροβολισμῷ σῴζεται, καὶ ταύτῃ μᾶλλον, ὅτι ἐπελαυνόντων ὁρᾶται καὶ τῶν ὅπλων ἡ λαμπρότης καὶ τῶν ἵππων ἡ ὠκύτης τε καὶ τὸ ἐν ταῖς ἐπιστροφαῖς εὐκαμπές καὶ ὅπως ἐν ἴσοις τοῖς διαστήμασιν αἱ ἐπελάσεις γίγνονται τῶν ἱππέων. (Arrian, chapter 38 5:2)
(아리아노스, chapter 38 5:2)
유의어
-
자리
- θρόνος (자리, 의자)
- θάκημα (자리, 의자)
- κῆρ (The seat of the will)
- πρωτοκαθεδρία (the first seat)
- ἐνθάκησις (a sitting in, seat in)
- ἀνάβαθρον (raised seat)
- μαντεῖον (the seat of an oracle)
- χρηστήριον (the seat of an oracle)
- κῆρ (The seat of the passions)
- ἔδεθλον (자리, 거처, 의자)
- ἑδώλιον (자리, 의자, 좌석)
- ἕδρανον (자리, 거처, 의자)
- δίφραξ (의자, 자리, 좌석)
- θᾶκος (의자, 자리, 좌석)
- σέλμα (자리, 의자, 옥좌)
- θεωρητήριον (a seat in a theatre)
- φρήν (The seat of emotions)
- ὑπανάστασις (a rising up from one's seat)
-
의자
-
rower's seat
-
기둥 기반