헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θρῆνος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: θρῆνος θρήνου

형태분석: θρην (어간) + ος (어미)

어원: qre/omai

  1. 울부짖음, 통곡, 장송가, 울음
  2. 불만, 토
  1. wailing, lamenting, dirge
  2. complaint

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 θρῆνος

울부짖음이

θρήνω

울부짖음들이

θρῆνοι

울부짖음들이

속격 θρήνου

울부짖음의

θρήνοιν

울부짖음들의

θρήνων

울부짖음들의

여격 θρήνῳ

울부짖음에게

θρήνοιν

울부짖음들에게

θρήνοις

울부짖음들에게

대격 θρῆνον

울부짖음을

θρήνω

울부짖음들을

θρήνους

울부짖음들을

호격 θρῆνε

울부짖음아

θρήνω

울부짖음들아

θρῆνοι

울부짖음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐθρήνησεν Ἱερεμίασ ἐπὶ Ἰωσίαν, καὶ εἶπαν πάντεσ οἱ ἄρχοντεσ καὶ αἱ ἄρχουσαι θρῆνον ἐπὶ Ἰωσίαν ἕωσ τῆσ σήμερον. καὶ ἔδωκαν αὐτὸν εἰσ πρόσταγμα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ τῶν θρήνων. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 35:29)

    (70인역 성경, 역대기 하권 35:29)

  • ἀλλ’ ὅμωσ οἱ μάταιοι καὶ βοῶσι καὶ μεταστειλάμενοί τινα θρήνων σοφιστὴν πολλὰσ συνειλοχότα παλαιὰσ συμφορὰσ τούτῳ συναγωνιστῇ καὶ χορηγῷ τῆσ ἀνοίασ καταχρῶνται, ὅπη ἂν ἐκεῖνοσ ἐξάρχῃ πρὸσ τὸ μέλοσ ἐπαιάζοντεσ. (Lucian, (no name) 18:3)

    (루키아노스, (no name) 18:3)

  • καὶ μέχρι μὲν θρήνων ὁ αὐτὸσ ἅπασι νόμοσ τῆσ ἀβελτερίασ· (Lucian, (no name) 19:1)

    (루키아노스, (no name) 19:1)

  • ὡσ ἡδὺ δάκρυα τοῖσ κακῶσ πεπραγόσι θρήνων τ’ ὀδυρμοὶ μοῦσά θ’ ἣ λύπασ ἔχει. (Euripides, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 1:1)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, antistrophe 3 1:1)

  • ἀλλ’ οἱ μὲν τύραννοι σπουδάζοντεσ οὓσ ἂν κολάζωσιν ἀθλίουσ ποιεῖν δημίουσ τρέφουσι καὶ βασανιστάσ, ἢ καυτήρια καὶ σφῆνασ ἐπιμηχανῶνται, ἡ δὲ κακία δίχα πάσησ παρασκευῆσ τῇ ψυχῇ συνελθοῦσα συνέτριψε καὶ κατέβαλε, λύπησ ἐνέπλησε θρήνων βαρυθυμίασ μεταμελείασ τὸν ἄνθρωπον. (Plutarch, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 2 1:2)

    (플루타르코스, An vitiositas ad infelicitatem sufficia, section 2 1:2)

유의어

  1. 울부짖음

  2. 불만

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION