헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μείλιγμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μείλιγμα μείλιγματος

형태분석: μειλιγματ (어간)

어원: meili/ssw

  1. 여보, 자기, 님
  1. anything that serves to soothe, scraps to appease
  2. propitiations, atonements
  3. a fondling, darling
  4. a soothing song

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἁπαλοῖσ οὖσιν, πολλὰ καὶ ἀπατηλὰ μειλίγματα καὶ ὑποπεττεύματα προσφέροντεσ καὶ καταφαρμάττοντεσ, ἡδονῶν παρὰ φύσιν γευόμενα καὶ διαίτησ ἀδρανῆ χρόνῳ κατειργάσαντο, ἑώσ προσεδέξαντο καὶ ὑπέμειναν τὴν καλουμένην ἐξημέρωσιν ὥσπερ ἀπογυναίκωσιν τοῦ θυμοειδοῦσ· (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 4 8:1)

    (플루타르코스, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 4 8:1)

  • καὶ μορέησ, ἣ παισὶ πέλει μείλιγμα νέοισι, πρῶτον ἀπαγγέλλουσα βροτοῖσ ἡδεῖαν ὀπώρην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 36 3:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 36 3:1)

  • ἦ πολλὰ μὲν δὴ τῶν ἐμῶν ἐλείξατε, χοάσ τ’ ἀοίνουσ, νηφάλια μειλίγματα, καὶ νυκτίσεμνα δεῖπν’ ἐπ’ ἐσχάρᾳ πυρὸσ ἔθυον, ὡρ́αν οὐδενὸσ κοινὴν θεῶν. (Aeschylus, Eumenides, episode 9:1)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 9:1)

  • γλώσσησ ἐμῆσ μείλιγμα καὶ θελκτήριον, σὺ δ’ οὖν μένοισ ἄν· (Aeschylus, Eumenides, choral, antistrophe 2 1:3)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, choral, antistrophe 2 1:3)

  • ἢ πατρὶ τὠμῷ τάσδ’ ἐπεικάσασ τύχω χοὰσ φερούσασ νερτέροισ μειλίγματα; (Aeschylus, Libation Bearers, episode 1:15)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, episode 1:15)

  • κεῖται γυναικὸσ τῆσδε λυμαντήριοσ, Χρυσηίδων μείλιγμα τῶν ὑπ’ Ἰλίῳ· (Aeschylus, Agamemnon, episode4)

    (아이스킬로스, 아가멤논, episode4)

  • Ιοὐλίαν γὰρ τὴν Καίσαροσ θυγατέρα, Καιπίωνι καθωμολογημένην καὶ γαμεῖσθαι μέλλουσαν ὀλίγων ἡμερῶν, οὐδενὸσ ἂν προσδοκήσαντοσ ἔγημε Πομπήϊοσ, μείλιγμα Καιπίωνι τῆσ ὀργῆσ τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα καταινέσασ, Φαύστῳ τῷ παιδὶ Σύλλα πρότερον ἐγγεγυημένην. (Plutarch, Pompey, chapter 47 6:1)

    (플루타르코스, Pompey, chapter 47 6:1)

유의어

  1. propitiations

  2. 여보

  3. a soothing song

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION