προσλαμβάνω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσλαμβάνω
προσλήψομαι
προσέλαβον
형태분석:
προς
(접두사)
+
λαμβάν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 쥐다, 잡다, 물다
- 돕다, 도와주다, 지원하다, 붙잡다, 위하다, 봉사하다
- to take or receive besides, get over and above
- to take to oneself, take as one's helper or partner
- to take hold of, to take hold of
- to take part in, be accessory to, he was partly the author of, to help, assist
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἢν γάρ τισ χωλὸσ ὢν αὐτῷ ἐκείνῳ τῷ χωλῷ ποδὶ προσπταίσασ λίθῳ τραῦμα, ἐξ ἀφανοῦσ λάβῃ, ὁ τοιοῦτοσ εἶχε μὲν δήπου σύμβαμα τὴν χωλείαν, τὸ τραῦμα δὲ παρασύμβαμα προσέλαβεν. (Lucian, Vitarum auctio, (no name) 20:14)
(루키아노스, Vitarum auctio, (no name) 20:14)
- ποικίλοσ γὰρ ὢν ὁ πολιτικὸσ ᾧ τρόπῳ τῶν ὄντων ἕκαστον εὔληπτόν ἐστι μεταχειρίσεται, καὶ μέρουσ ἀφέσει πολλάκισ ἔσωσε τὸ πᾶν καὶ μικρῶν ἀποστὰσ μειζόνων ἔτυχεν, ὥσπερ ἐκεῖνοσ ὁ ἀνὴρ τότε τῆσ μὲν ἀλλοτρίασ χώρασ ἀποστὰσ ἔσωσε τὴν ἑαυτοῦ βεβαίωσ ἅπασαν, οἷσ δ’ ἦν μέγα τὴν πόλιν διαφυλάξαι προσεκτήσατο τὸ τῶν πολιορκούντων στρατόπεδον, ἐπιτρέψασ δὲ τῷ πολεμίῳ δικαστῇ γενέσθαι, καὶ περιγενόμενοσ τῇ δίκῃ, προσέλαβεν ὅσα δόντασ ἀγαπητὸν ἦν νικῆσαι· (Plutarch, Comparison of Solon and Publicola, chapter 4 3:3)
(플루타르코스, Comparison of Solon and Publicola, chapter 4 3:3)
- καὶ τὰσ πολιτείασ ἐπεχείρησαν λοιδορεῖν, Θεόπομποσ μὲν τὴν Ἀθηναίων, τὴν δὲ Λακεδαιμονίων Πολυκράτησ, ὁ δὲ τὸν Τριπολιτικὸν γράψασ, οὐ γὰρ δὴ Θεόπομπόσ ἐστιν ὡσ οἰόνταί τινεσ, καὶ τὴν Θηβαίων πόλιν προσέλαβεν, πολλὰ δὲ καὶ Τίμαιοσ ἐν ταῖσ ἱστορίαισ περὶ τῶν προειρημένων καὶ περὶ ἄλλων βεβλασφήμηκεν. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 245:1)
(플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 245:1)
- ἡ δὲ Ῥωμαίων πόλισ ἐν Ἰβηρίᾳ τε καὶ Ἰταλίᾳ πολέμουσ ἔχουσα μεγάλουσ Σικελίαν τε ἀφεστῶσαν ἀνακτωμένη καὶ Σαρδόνα καὶ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ καὶ κατὰ τὴν Ἑλλάδα πραγμάτων ἐκπεπολεμωμένων πρὸσ αὐτὴν καὶ Καρχηδόνοσ ἐπὶ τὴν ἡγεμονίαν πάλιν ἀνισταμένησ καὶ τῆσ Ἰταλίασ οὐ μόνον ἀφεστώσησ ὀλίγου δεῖν πάσησ, ἀλλὰ καὶ συνεπαγούσησ τὸν Ἀννιβιακὸν κληθέντα πόλεμον, τοσούτοισ περιπετὴσ γενομένη κινδύνοισ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον οὐχ ὅπωσ ἐκακώθη διὰ τὰσ τότε τύχασ, ἀλλὰ καὶ προσέλαβεν ἰσχὺν ἐξ αὐτῶν ἔτι μείζονα τῆσ προτέρασ τῷ πλήθει τοῦ στρατιωτικοῦ πρὸσ ἅπαντα διαρκὴσ γενομένη τὰ δεινά, ἀλλ’ οὐχ ὥσπερ ὑπολαμβάνουσί τινεσ εὐνοίᾳ τύχησ χρησαμένη· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 17 4:1)
(디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 17 4:1)
- ἡ δ’ ἐπεὶ κυρία τῆσ χώρασ ἐγένετο, τούσ τε φόρουσ οὐδὲν ἧττον τἀνδρὸσ ἀπεδίδου, καὶ πρὸσ τούτοισ, ὁπότε ἀφικνοῖτο πρὸσ Φαρνάβαζον, ἀεὶ ἦγε δῶρα αὐτῷ, καὶ ὁπότε ἐκεῖνοσ εἰσ τὴν χώραν καταβαίνοι, πολὺ πάντων τῶν ὑπάρχων κάλλιστα καὶ ἥδιστα ἐδέχετο αὐτόν, καὶ ἅσ τε παρέλαβε πόλεισ διεφύλαττεν αὐτῷ καὶ τῶν οὐχ ὑπηκόων προσέλαβεν ἐπιθαλαττιδίασ Λάρισάν τε καὶ Ἁμαξιτὸν καὶ Κολωνάσ, ξενικῷ μὲν Ἑλληνικῷ προσβαλοῦσα τοῖσ τείχεσιν, αὐτὴ δὲ ἐφ’ ἁρμαμάξησ θεωμένη· (Xenophon, Hellenica, , chapter 1 16:2)
(크세노폰, Hellenica, , chapter 1 16:2)
유의어
-
to take or receive besides
-
쥐다
- αἴνυμαι (잡다, 쥐다, 빼앗다)
- προσλάζυμαι (to take hold of besides)
- θιγγάνω (쥐다, 안다, 잡다)
- ἀντιλάζομαι (쥐다, 잡다, 물다)
- προσαντιλαμβάνομαι (~주변을 타고 돌다, 비례시키다, 비교하다)
- ἀνατείνω (지지하다, 지탱하다)
- προτίθημι (내밀다, 뻗다)
- προτείνω (내밀다, 뻗다)
- σχέθω (가지다, 지내다)
- ἕλκω (지지하다, 지탱하다)
- ἀντέχω (내밀다, 뻗다)
- συναίνυμαι (취하다, 잡다)
- ὀρέγω (잡다, 빼앗다)
- ἐξαναιρέω (제외하다, 빼다)
- ἀποδέχομαι (잡다, 빼앗다)
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다)
- ἀναιρέω (취하다, 잡다)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다)
- λαμβάνω (잡다, 쥐다)
- ἀντιλαμβάνω (녹이다, 매혹시키다, 유혹하다)
파생어
- ἀναλαμβάνω (취하다, 잡다, 가득 채우다)
- ἀπολαμβάνω (받아들이다, 받다, 승인하다)
- διαλαμβάνω (잡다, 체포하다, 장악하다)
- ἐκλαμβάνω (이해하다, 파악하다, 인식하다)
- ἐπαναλαμβάνω (반복하다, 되풀이하다, 중복되다)
- ἐπιλαμβάνω (받다, 얻다, 잡다)
- καταλαμβάνω (잡다, 쥐다, 가지다)
- λαμβάνω (잡다, 쥐다, 약탈하다)
- μεταλαμβάνω (~에 대한 권리를 주장하다, 장악하다, 가까이하다)
- παραλαμβάνω (떠맡다, 착수하다, 시작하다)
- περιλαμβάνω (안다, 품다, 포옹하다)
- προκαταλαμβάνω (사전에 취하다, 미리 장악하다, 선점하다)
- προλαμβάνω (제공하다, 공급하다, 갖추다)
- προσαναλαμβάνω (회복하다, 돌이키다)
- προυπολαμβάνω (to assume beforehand)
- συγκαταλαμβάνω (잡다, 장악하다, 포획하다)
- συλλαμβάνω (모으다, 거두다, 수집하다)
- συμπαραλαμβάνω (to take along with, take in as an adjunct)
- συμπεριλαμβάνω (이해하다, ~와 비교하다, 파악하다)
- συναπολαμβάνω (to receive in common or at once)
- ὑπολαμβάνω (취하다, 잡다, 지지하다)