헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πράσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πράσσω

형태분석: πράσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 하다, 연습하다, 같이하다
  1. I do, practice

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πράσσω

(나는) 한다

πράσσεις

(너는) 한다

πράσσει

(그는) 한다

쌍수 πράσσετον

(너희 둘은) 한다

πράσσετον

(그 둘은) 한다

복수 πράσσομεν

(우리는) 한다

πράσσετε

(너희는) 한다

πράσσουσιν*

(그들은) 한다

접속법단수 πράσσω

(나는) 하자

πράσσῃς

(너는) 하자

πράσσῃ

(그는) 하자

쌍수 πράσσητον

(너희 둘은) 하자

πράσσητον

(그 둘은) 하자

복수 πράσσωμεν

(우리는) 하자

πράσσητε

(너희는) 하자

πράσσωσιν*

(그들은) 하자

기원법단수 πράσσοιμι

(나는) 하기를 (바라다)

πράσσοις

(너는) 하기를 (바라다)

πράσσοι

(그는) 하기를 (바라다)

쌍수 πράσσοιτον

(너희 둘은) 하기를 (바라다)

πρασσοίτην

(그 둘은) 하기를 (바라다)

복수 πράσσοιμεν

(우리는) 하기를 (바라다)

πράσσοιτε

(너희는) 하기를 (바라다)

πράσσοιεν

(그들은) 하기를 (바라다)

명령법단수 πράσσε

(너는) 해라

πρασσέτω

(그는) 해라

쌍수 πράσσετον

(너희 둘은) 해라

πρασσέτων

(그 둘은) 해라

복수 πράσσετε

(너희는) 해라

πρασσόντων, πρασσέτωσαν

(그들은) 해라

부정사 πράσσειν

하는 것

분사 남성여성중성
πρασσων

πρασσοντος

πρασσουσα

πρασσουσης

πρασσον

πρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πράσσομαι

(나는) 된다

πράσσει, πράσσῃ

(너는) 된다

πράσσεται

(그는) 된다

쌍수 πράσσεσθον

(너희 둘은) 된다

πράσσεσθον

(그 둘은) 된다

복수 πρασσόμεθα

(우리는) 된다

πράσσεσθε

(너희는) 된다

πράσσονται

(그들은) 된다

접속법단수 πράσσωμαι

(나는) 되자

πράσσῃ

(너는) 되자

πράσσηται

(그는) 되자

쌍수 πράσσησθον

(너희 둘은) 되자

πράσσησθον

(그 둘은) 되자

복수 πρασσώμεθα

(우리는) 되자

πράσσησθε

(너희는) 되자

πράσσωνται

(그들은) 되자

기원법단수 πρασσοίμην

(나는) 되기를 (바라다)

πράσσοιο

(너는) 되기를 (바라다)

πράσσοιτο

(그는) 되기를 (바라다)

쌍수 πράσσοισθον

(너희 둘은) 되기를 (바라다)

πρασσοίσθην

(그 둘은) 되기를 (바라다)

복수 πρασσοίμεθα

(우리는) 되기를 (바라다)

πράσσοισθε

(너희는) 되기를 (바라다)

πράσσοιντο

(그들은) 되기를 (바라다)

명령법단수 πράσσου

(너는) 되어라

πρασσέσθω

(그는) 되어라

쌍수 πράσσεσθον

(너희 둘은) 되어라

πρασσέσθων

(그 둘은) 되어라

복수 πράσσεσθε

(너희는) 되어라

πρασσέσθων, πρασσέσθωσαν

(그들은) 되어라

부정사 πράσσεσθαι

되는 것

분사 남성여성중성
πρασσομενος

πρασσομενου

πρασσομενη

πρασσομενης

πρασσομενον

πρασσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓πρασσον

(나는) 하고 있었다

έ̓πρασσες

(너는) 하고 있었다

έ̓πρασσεν*

(그는) 하고 있었다

쌍수 ἐπράσσετον

(너희 둘은) 하고 있었다

ἐπρασσέτην

(그 둘은) 하고 있었다

복수 ἐπράσσομεν

(우리는) 하고 있었다

ἐπράσσετε

(너희는) 하고 있었다

έ̓πρασσον

(그들은) 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπρασσόμην

(나는) 되고 있었다

ἐπράσσου

(너는) 되고 있었다

ἐπράσσετο

(그는) 되고 있었다

쌍수 ἐπράσσεσθον

(너희 둘은) 되고 있었다

ἐπρασσέσθην

(그 둘은) 되고 있었다

복수 ἐπρασσόμεθα

(우리는) 되고 있었다

ἐπράσσεσθε

(너희는) 되고 있었다

ἐπράσσοντο

(그들은) 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὀφέλασ Ὀλύνθιοσ καταστήσασ ἐπιμελητὴν εἰσ τὸν νομὸν τὸν Ἀθριβίτην, ἐπεὶ προσελθόντεσ αὐτῷ οἱ νομάρχαι οἱ ἐκ τοῦ τόπου τούτου ἔφασαν βούλεσθαι πλείω αὐτοὶ πολὺ φέρειν, τὸν δ’ ἐπιμελητὴν τὸν νῦν καθεστηκότα ἀπαλλάξαι αὐτὸν ἠξίουν, ἐπερωτήσασ αὐτοὺσ εἰ δυνήσονται συντελεῖν ἅπερ ἐπαγγέλλονται, φησάντων αὐτῶν, τὸν μὲν ἐπιμελητὴν κατὰ χώραν εἰά, τοὺσ δὲ φόρουσ πράσσεσθαι ἐκέλευεν ὅσουσ αὐτοὶ ὑπετιμήσαντο. (Aristotle, Economics, Book 2 128:1)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 2 128:1)

  • παραχειμασίαν δὲ ἢ χρήματα πράσσεσθαι οὐ δοκιμάζω. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 14 245:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 14 245:2)

  • καὶ χωρὶσ μὲν πράσσεσθαι φόρουσ ἐπιβαλλομένουσ ἑκάστοισ τὸ ἐπ’ ἔτοσ, χωρὶσ δὲ εὐπορίασ εἶναι παρακαταβολὰσ αὐτῷ τε καὶ οἰκείοισ καὶ φίλοισ καὶ τῶν δούλων οἳ ἐπ’ ἐκπράξει τῶν φόρων ἐξίοιεν διὰ τὸ μὴ εἶναι κτήσει τοῦ ἀνυβρίστωσ μηδ’ ὅπωσ μηδ’ ἀργυρίων διδομένων. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 17 370:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 17 370:1)

  • φάμενοι καλῶσ ἔχειν, εἰ μὴ πρότερον κατ’ αὐτὸν ἑώρα τὸ ὠφελοῦν ἀλλὰ νῦν γοῦν ἐπιστροφὴν ποιεῖσθαι τοῦ γεγονότοσ πρὶν ἢ τὴν ἁμαρτίαν ἐκείνῳ τε καὶ πᾶσι τοῖσ ἄλλοισ γενέσθαι εἰσ ὄλεθρον ἀνακειμένην, τόν τε γάμον τῆσ ἀνθρώπου λέγοντεσ οὐ μετ’ αὐτῶν οὐδ’ αὐτοῖσ εἰωθότων τεθεῖσθαι νόμων καὶ τὴν θρησκείαν ἣν ἐπιτηδεύοι ἡ γυνὴ ἐπ’ ἀτιμώσει θεοῦ τοῦ αὐτοῖσ σεβασμίου πράσσεσθαι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 411:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 411:1)

  • πράσσεσθαί τε εἱμαρμένῃ τὰ πάντα ἀξιοῦντεσ οὐδὲ τοῦ ἀνθρωπείου τὸ βουλόμενον τῆσ ἐπ’ αὐτοῖσ ὁρμῆσ ἀφαιροῦνται δοκῆσαν τῷ θεῷ κρίσιν γενέσθαι καὶ τῷ ἐκείνησ βουλευτηρίῳ καὶ τῶν ἀνθρώπων τῷ ἐθελήσαντι προσχωρεῖν μετ’ ἀρετῆσ ἢ κακίασ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 18 17:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 18 17:1)

유의어

  1. 하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION