헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσπράσσω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσπράσσω εἰσπράξω

형태분석: εἰς (접두사) + πράσς (어간) + ω (인칭어미)

  1. 늘어뜨리다
  1. to get in or exact, from, to exact for oneself, have paid one, to be exacted

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπράσσω

(나는) 늘어뜨린다

εἰσπράσσεις

(너는) 늘어뜨린다

εἰσπράσσει

(그는) 늘어뜨린다

쌍수 εἰσπράσσετον

(너희 둘은) 늘어뜨린다

εἰσπράσσετον

(그 둘은) 늘어뜨린다

복수 εἰσπράσσομεν

(우리는) 늘어뜨린다

εἰσπράσσετε

(너희는) 늘어뜨린다

εἰσπράσσουσιν*

(그들은) 늘어뜨린다

접속법단수 εἰσπράσσω

(나는) 늘어뜨리자

εἰσπράσσῃς

(너는) 늘어뜨리자

εἰσπράσσῃ

(그는) 늘어뜨리자

쌍수 εἰσπράσσητον

(너희 둘은) 늘어뜨리자

εἰσπράσσητον

(그 둘은) 늘어뜨리자

복수 εἰσπράσσωμεν

(우리는) 늘어뜨리자

εἰσπράσσητε

(너희는) 늘어뜨리자

εἰσπράσσωσιν*

(그들은) 늘어뜨리자

기원법단수 εἰσπράσσοιμι

(나는) 늘어뜨리기를 (바라다)

εἰσπράσσοις

(너는) 늘어뜨리기를 (바라다)

εἰσπράσσοι

(그는) 늘어뜨리기를 (바라다)

쌍수 εἰσπράσσοιτον

(너희 둘은) 늘어뜨리기를 (바라다)

εἰσπρασσοίτην

(그 둘은) 늘어뜨리기를 (바라다)

복수 εἰσπράσσοιμεν

(우리는) 늘어뜨리기를 (바라다)

εἰσπράσσοιτε

(너희는) 늘어뜨리기를 (바라다)

εἰσπράσσοιεν

(그들은) 늘어뜨리기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπράσσε

(너는) 늘어뜨려라

εἰσπρασσέτω

(그는) 늘어뜨려라

쌍수 εἰσπράσσετον

(너희 둘은) 늘어뜨려라

εἰσπρασσέτων

(그 둘은) 늘어뜨려라

복수 εἰσπράσσετε

(너희는) 늘어뜨려라

εἰσπρασσόντων, εἰσπρασσέτωσαν

(그들은) 늘어뜨려라

부정사 εἰσπράσσειν

늘어뜨리는 것

분사 남성여성중성
εἰσπρασσων

εἰσπρασσοντος

εἰσπρασσουσα

εἰσπρασσουσης

εἰσπρασσον

εἰσπρασσοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσπράσσομαι

(나는) 늘어뜨려진다

εἰσπράσσει, εἰσπράσσῃ

(너는) 늘어뜨려진다

εἰσπράσσεται

(그는) 늘어뜨려진다

쌍수 εἰσπράσσεσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려진다

εἰσπράσσεσθον

(그 둘은) 늘어뜨려진다

복수 εἰσπρασσόμεθα

(우리는) 늘어뜨려진다

εἰσπράσσεσθε

(너희는) 늘어뜨려진다

εἰσπράσσονται

(그들은) 늘어뜨려진다

접속법단수 εἰσπράσσωμαι

(나는) 늘어뜨려지자

εἰσπράσσῃ

(너는) 늘어뜨려지자

εἰσπράσσηται

(그는) 늘어뜨려지자

쌍수 εἰσπράσσησθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지자

εἰσπράσσησθον

(그 둘은) 늘어뜨려지자

복수 εἰσπρασσώμεθα

(우리는) 늘어뜨려지자

εἰσπράσσησθε

(너희는) 늘어뜨려지자

εἰσπράσσωνται

(그들은) 늘어뜨려지자

기원법단수 εἰσπρασσοίμην

(나는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

εἰσπράσσοιο

(너는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

εἰσπράσσοιτο

(그는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

쌍수 εἰσπράσσοισθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

εἰσπρασσοίσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

복수 εἰσπρασσοίμεθα

(우리는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

εἰσπράσσοισθε

(너희는) 늘어뜨려지기를 (바라다)

εἰσπράσσοιντο

(그들은) 늘어뜨려지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσπράσσου

(너는) 늘어뜨려져라

εἰσπρασσέσθω

(그는) 늘어뜨려져라

쌍수 εἰσπράσσεσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려져라

εἰσπρασσέσθων

(그 둘은) 늘어뜨려져라

복수 εἰσπράσσεσθε

(너희는) 늘어뜨려져라

εἰσπρασσέσθων, εἰσπρασσέσθωσαν

(그들은) 늘어뜨려져라

부정사 εἰσπράσσεσθαι

늘어뜨려지는 것

분사 남성여성중성
εἰσπρασσομενος

εἰσπρασσομενου

εἰσπρασσομενη

εἰσπρασσομενης

εἰσπρασσομενον

εἰσπρασσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέπρασσον

(나는) 늘어뜨리고 있었다

εἰσέπρασσες

(너는) 늘어뜨리고 있었다

εἰσέπρασσεν*

(그는) 늘어뜨리고 있었다

쌍수 εἰσεπράσσετον

(너희 둘은) 늘어뜨리고 있었다

εἰσεπρασσέτην

(그 둘은) 늘어뜨리고 있었다

복수 εἰσεπράσσομεν

(우리는) 늘어뜨리고 있었다

εἰσεπράσσετε

(너희는) 늘어뜨리고 있었다

εἰσέπρασσον

(그들은) 늘어뜨리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσεπρασσόμην

(나는) 늘어뜨려지고 있었다

εἰσεπράσσου

(너는) 늘어뜨려지고 있었다

εἰσεπράσσετο

(그는) 늘어뜨려지고 있었다

쌍수 εἰσεπράσσεσθον

(너희 둘은) 늘어뜨려지고 있었다

εἰσεπρασσέσθην

(그 둘은) 늘어뜨려지고 있었다

복수 εἰσεπρασσόμεθα

(우리는) 늘어뜨려지고 있었다

εἰσεπράσσεσθε

(너희는) 늘어뜨려지고 있었다

εἰσεπράσσοντο

(그들은) 늘어뜨려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 늘어뜨리다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION