πορεύω
Non-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
πορεύω
πορεύσομαι
ἐπορευσάμην
πεπόρευμαι
Structure:
πορεύ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- (active) to cause to go, carry, convey
- (of things) to bring, carry, furnish, bestow, set in motion
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- γλυκύτητα δὲ καὶ ἐν τῷ Ἀγησιλάῳ θαυμαστὴν ἐποίησεν εἰπών, ὁπότε γε μὴν πορεύοιτο, συντεταγμένον μὲν οὕτωσ ἦγε τὸ στράτευμα, ὡσ ἂν ἐπικουρεῖν μάλιστα ἑαυτοῖσ δύναιντο, εἶτα παράδειγμα ἐπήνεγκεν, ὡσ ἂν ἀφελὴσ ἀνὴρ γλυκύτητα μετὰ σεμνότητοσ ἐμφαίνων, ἡσύχωσ δέ, ὥσπερ ἂν παρθένοσ ἡ σωφρονεστάτη προβαίνοι. (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , 5:1)
- ἵνα δ’ εἰή μέτρον ἐναργέσ τι πρὸσ ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει καὶ τὰ περὶ τὰσ ὀκτὼ φορὰσ πορεύοιτο, φῶσ ὁ θεὸσ ἀνῆψεν ἐν τῇ πρὸσ γῆν δευτέρᾳ τῶν περιόδων, ὃ δὴ νῦν κεκλήκαμεν ἥλιον, ἵνα ὅτι μάλιστα εἰσ ἅπαντα φαίνοι τὸν οὐρανὸν μετάσχοι τε ἀριθμοῦ τὰ ζῷα ὅσοισ ἦν προσῆκον, μαθόντα παρὰ τῆσ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περιφορᾶσ. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 133:1)
- τὴν δὲ βοήθειαν ἔδει κωλῦσαι τὴν εἰσ τὰσ Πύλασ, ἐφ’ ἣν αἱ πεντήκοντα τριήρεισ ὅμωσ ἐφώρμουν, ἵν’, εἰ πορεύοιτο Φίλιπποσ, κωλύοιθ’ ὑμεῖσ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 412:2)
- ὁπότε γε μὴν πορεύοιτο εἰδὼσ ὅτι ἐξείη τοῖσ πολεμίοισ μάχεσθαι, εἰ βούλοιντο, συντεταγμένον μὲν οὕτωσ ἦγε τὸ στράτευμα ὡσ ἂν ἐπικουρεῖν μάλιστα ἑαυτῷ δύναιτο, ἡσύχωσ δ’ ὥσπερ ἂν παρθένοσ ἡ σωφρονεστάτη προβαίνοι, νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ τὸ τε ἀτρεμὲσ καὶ ἀνεκπληκτότατον καὶ ἀθορυβητότατον καὶ ἀναμαρτητότατον καὶ δυσεπιβουλευτότατον εἶναι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 9:1)
- ἐπὶ γὰρ τούτων ἑστηκὼσ ὥσπερ ἐν ὁδῷ λιθώδει ἀεὶ μέροσ <τι> τῆσ ἡμέρασ πορεύοιτο <ἄν>· (Xenophon, Minor Works, , chapter 4 6:3)
- ἀλλ’ εἰ καὶ περὶ αὐτὸ πορεύοιτό τισ ἐν κύκλῳ, πολλάκισ ἂν στὰσ ἀντίπουσ ταὐτὸν αὐτοῦ κάτω καὶ ἄνω προσείποι. (Plato, Hippias Major, Hippias Minor, Ion, Menexenus, Cleitophon, Timaeus, Critias, Minos, Epinomis, 293:1)
Synonyms
-
to cause to go
- ναυστολέω (to carry or convey by sea, to go by sea)
Derived
- ἀποπορεύομαι (to depart, go away)
- διαπορεύω (to carry over, set across, to pass across)
- εἰσπορεύω (to lead into, to go into, enter)
- ἐκπορεύω (to make to go out, to go out, go forth)
- ἐμπορεύομαι (to travel, to travel for traffic, to be a merchant)
- ἐπιπορεύομαι (to travel, march to, march over)
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up, to pursue)
- παραπορεύομαι (to go beside or alongside, to go past, to pass)
- περιπορεύομαι (to travel or go about)
- προπορεύομαι (to go before or forward, to come forward, to be promoted)
- συμπορεύομαι (to go or journey together, with, to come together)
- ὑποπορεύομαι (to go beneath)