- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πόρος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: poros 고전 발음: [뽀로] 신약 발음: [뽀로]

기본형: πόρος πόρου

형태분석: πορ (어간) + ος (어미)

어원: περάω

  1. 방법, 길, 입구, 구멍, 수
  2. 해협, 다리, 수송선, 나룻배, 나루, 여울
  3. 실, 섬유, 필라멘트, 섬유질
  4. 여행, 여정
  1. a means of passage, passage-way, way, opening
  2. especially passage over a body of water: ford, strait, ferry, bridge
  3. a means to an end
  4. (biology) fiber, filament, thread
  5. journey

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πόρος

방법이

πόρω

방법들이

πόροι

방법들이

속격 πόρου

방법의

πόροιν

방법들의

πόρων

방법들의

여격 πόρῳ

방법에게

πόροιν

방법들에게

πόροις

방법들에게

대격 πόρον

방법을

πόρω

방법들을

πόρους

방법들을

호격 πόρε

방법아

πόρω

방법들아

πόροι

방법들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐφοβήθη μήποτε οὐκ ἐάσῃ αὐτὸν Ἰωνάθαν καὶ μήποτε πολεμήσῃ πρὸς αὐτόν, καὶ ἐζήτει πόρον τοῦ συλλαβεῖν τὸν Ἰωνάθαν τοῦ ἀπολέσαι αὐτόν, καὶ ἀπάρας ἦλθεν εἰς Βαιθσάν. (Septuagint, Liber Maccabees I 12:40)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 12:40)

  • καὶ Κικόνων πτολίεθρα καὶ Αἰολίδος πόρον Ἕλλης Δαρδανίης λιμένεσσιν ὁ νυμφίος ἤγαγε νύμφην. (Colluthus, Rape of Helen, book 1200)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1200)

  • εἰ γὰρ τεθνῶσιν ἀμπλακημάτων τίσις βροτοῖς ὀπηδεῖ τῶν ἔδρασαν ἐν φάει, οὐ Τάνταλον ποτοῖσιν, οὐδ᾿ Ἰξίονα τροχῷ στροβητόν, οὐδὲ Σίσυφον πέτρῳ ἔδει κολάζειν ἐν δόμοισι Πλουτέως, ἁπλῶς δὲ πάντας τοὺς κακῶς δεδρακότας τοῖς σοῖς προσάπτειν ἀρθροκηδέσιν πόνοις, ὥς μου τὸ λυπρὸν καὶ ταλαίπωρον δέμας χειρῶν ἀπ᾿ ἄκρων εἰς ἄκρας ποδῶν βάσεις ἰχῶρι φαύλῳ καὶ πικρῷ χυμῷ χολῆς πνεύματι βιαίῳ τόδε διασφίγγον πόρους ἕστηκε καὶ μεμυκὸς ἐπιτείνει πόνους. (Lucian, 3)

    (루키아노스, 3)

  • μὴ μικρὸν οἰηθῇς, ὦ ἑταῖρε, μηδ ὀλίγον γεγενῆσθαι τὸν πόρον τοῦτον, ἀλλ εἰς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ μυριάδας ἑκάστου ἔτους ἤθροιζεν, ἀνὰ δέκα καὶ πεντεκαίδεκα χρησμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὑπὸ ἀπληστίας ἀναδιδόντων . (Lucian, Alexander, (no name) 23:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 23:2)

  • κἀγὼ μὲν ᾤμην ἁπλοῦν τι τοῦτο εἶναι καὶ δεξιὸν ἐπεὶ δὲ κατὰ μέσον τὸν πόρον ἐγενόμην, δακρύοντα ὁρῶν τὸν κυβερνήτην καὶ τοῖς ναύταις τι ἀντιλέγοντα οὐκ ἀγαθὰς εἶχον περὶ τῶν μελλόντων ἐλπίδας. (Lucian, Alexander, (no name) 56:2)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 56:2)

  • ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία. (Lucian, De saltatione, (no name) 41:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 41:1)

  • περὶ δ ἱματίων τίς πόρος ἔσται· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme 2:20)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme 2:20)

  • καὶ τίς πόρος σοι τῆς ὁδοῦ γενήσεται· (Aristophanes, Peace, Prologue, iambics1)

    (아리스토파네스, Peace, Prologue, iambics1)

  • βαθύς γέ τοι Διρκαῖος ἀναχωρεῖν πόρος. (Euripides, Phoenissae, episode37)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode37)

  • χρημάτων δὲ τίς πόρος· (Euripides, Phoenissae, episode 6:18)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode 6:18)

유의어

  1. 방법

  2. a means to an end

  3. 여행

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION