헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πόρος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πόρος πόρου

형태분석: πορ (어간) + ος (어미)

어원: pera/w

  1. 방법, 길, 입구, 구멍, 수
  2. 해협, 다리, 수송선, 나룻배, 나루, 여울
  3. 실, 섬유, 필라멘트, 섬유질
  4. 여행, 여정
  1. a means of passage, passage-way, way, opening
  2. especially passage over a body of water: ford, strait, ferry, bridge
  3. a means to an end
  4. (biology) fiber, filament, thread
  5. journey

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πόρος

방법이

πόρω

방법들이

πόροι

방법들이

속격 πόρου

방법의

πόροιν

방법들의

πόρων

방법들의

여격 πόρῳ

방법에게

πόροιν

방법들에게

πόροις

방법들에게

대격 πόρον

방법을

πόρω

방법들을

πόρους

방법들을

호격 πόρε

방법아

πόρω

방법들아

πόροι

방법들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταί τ’ ἐπ’ ε[ὐν]αεῖ πόρῳ οἰκεῦσι Θερμώδοντοσ, ἐγχέων ἵστορεσ κοῦραι διωξίπποι’ Ἄρηοσ, σῶν, ὦ πολυζήλωτε ϝάναξ ποταμῶν, ἐγγόνων γεύσαντο, καὶ ὑψιπύλου Τροίασ ἕδοσ. (Bacchylides, , epinicians, ode 9 5:2)

    (바킬리데스, , epinicians, ode 9 5:2)

  • Ἀριστείδησ δ’ ὁρῶν τὴν Ψυττάλειαν, ἣ πρὸ τῆσ Σαλαμῖνοσ ἐν τῷ πόρῳ κεῖται νῆσοσ οὐ μεγάλη, πολεμίων ἀνδρῶν μεστὴν οὖσαν, ἐμβιβάσασ εἰσ ὑπηρετικὰ τοὺσ προθυμοτάτουσ καὶ μαχιμωτάτουσ τῶν πολιτῶν προσέμιξε τῇ Ψυτταλείᾳ, καὶ μάχην πρὸσ τοὺσ βαρβάρουσ συνάψασ ἀπέκτεινε πάντασ, πλὴν ὅσοι τῶν ἐπιφανῶν ζῶντεσ ἥλωσαν. (Plutarch, , chapter 9 1:2)

    (플루타르코스, , chapter 9 1:2)

  • ἅμα δ’ ἡμέρᾳ Ξέρξησ μὲν ἄνω καθῆστο τὸν στόλον ἐποπτεύων καὶ τὴν παράταξιν, ὡσ μὲν Φανόδημόσ φησιν, ὑπὲρ τὸ Ἡράκλειον, ᾗ βραχεῖ πόρῳ διείργεται τῆσ Ἀττικῆσ ἡ νῆσοσ, ὡσ δ’ Ἀκεστόδωροσ, ἐν μεθορίῳ τῆσ Μεγαρίδοσ ὑπὲρ τῶν καλουμένων Κεράτων, χρυσοῦν δίφρον θέμενοσ καὶ γραμματεῖσ πολλοὺσ παραστησάμενοσ, ὧν ἔργον ἦν ἀπογράφεσθαι τὰ κατὰ τὴν μάχην πραττόμενα. (Plutarch, , chapter 13 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 13 1:1)

  • προσκαλεῖται δὲ καὶ τὸν Πλάτωνοσ ἁμωσγέπωσ τὰ πράγματα μῦθον, ὃν Σωκράτησ ἐν Συμποσίῳ περὶ τῆσ τοῦ Ἔρωτοσ γενέσεωσ διῆλθε, τὴν Πενίαν λέγων τέκνων δεομένην τῷ Πόρῳ καθεύδοντι, παρακλιθῆναι, καὶ κυήσασαν ἐξ αὐτοῦ τεκεῖν τὸν Ἔρωτα, φύσει μικτὸν ὄντα καὶ παντοδαπόν, ἅτε δὴ πατρὸσ μὲν ἀγαθοῦ καὶ σοφοῦ καὶ πᾶσιν αὐτάρκουσ, μητρὸσ δ’ ἀμηχάνου καὶ ἀπόρου καὶ δι’ ἔνδειαν ἀεὶ γλιχομένησ ἑτέρου καὶ περὶ ἕτερον λιπαρούσησ γεγενημένον. (Plutarch, De Iside et Osiride, section 57 2:1)

    (플루타르코스, De Iside et Osiride, section 57 2:1)

  • οἱ δ’ ἐπιχώριοι νησῖδασ ἐν τῷ πόρῳ μικρᾶσ διαφανείσασ θεασάμενοι καὶ τεναγίζοντα τὸν ῥοῦν ἐπ’ αὐταῖσ, προσεκύνουν τὸν Λούκουλλον, ὡσ ὀλιγάκισ τούτου συμβεβηκότοσ πρότερον, ἐκείνῳ δ’ ἑκουσίωσ χειροήθη καὶ πρᾷον αὑτὸν ἐνδιδόντοσ τοῦ ποταμοῦ καὶ παρέχοντοσ ἀπράγμονα καὶ ταχεῖαν τὴν διάβασιν. (Plutarch, Lucullus, chapter 24 5:1)

    (플루타르코스, Lucullus, chapter 24 5:1)

유의어

  1. 방법

  2. a means to an end

  3. 여행

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION