παραπίπτω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
παραπίπτω
παραπεσοῦμαι
형태분석:
παρα
(접두사)
+
πίπτ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 일어나다, 나타나다
- to fall beside
- to fall in one's way, offers, the first that comes
- to befall
- to fall aside or away from, to fall away
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- "τὸ δ’ ἔσχατον πάντων, ὅτι ἐάν τισ ἡμῖν καὶ σχολὴ γένηται ἀπ’ αὐτοῦ καὶ τραπώμεθα πρὸσ τὸ σκοπεῖν τι, ἐν ταῖσ ζητήσεσι πανταχοῦ παραπῖπτον θόρυβον παρέχει καὶ ταραχὴν καὶ ἐκπλήττει, ὥστε μὴ δύνασθαι ὑπ’ αὐτοῦ καθορᾶν τἀληθέσ, ἀλλὰ τῷ ὄντι ἡμῖν δέδεικται ὅτι εἰ μέλλομέν ποτε καθαρῶσ τι εἴσεσθαι, ἀπαλλακτέον αὐτοῦ καὶ αὐτῇ τῇ ψυχῇ θεατέον αὐτὰ τὰ πράγματα· (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 13 2:6)
(플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 13 2:6)
- ὁ γὰρ δὴ χρόνοσ ἐκεῖνοσ ἤνεγκεν ἀνθρώπουσ χειρῶν μὲν ἔργοισ καὶ ποδῶν τάχεσι καὶ σωμάτων ῥώμαισ, ὡσ ἐοίκεν, ὑπερφυεῖσ καὶ ἀκαμάτουσ, πρὸσ οὐδὲν δὲ τῇ φύσει χρωμένουσ ἐπιεικὲσ οὐδὲ ὠφέλιμον, ἀλλ’ ὕβρει τε χαίροντασ ὑπερηφάνῳ, καὶ ἀπολαύοντασ τῆσ δυνάμεωσ ὠμότητι καὶ πικρίᾳ, καὶ τῷ κρατεῖν τε καὶ βιάζεσθαι καὶ διαφθείρειν τὸ παραπῖπτον, αἰδῶ δὲ καὶ δικαιοσύνην καὶ τὸ ἴσον καὶ τὸ φιλάνθρωπον, ὡσ ἀτολμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν καὶ φόβῳ τοῦ ἀδικεῖσθαι τοὺσ πολλοὺσ ἐπαινοῦντασ, οὐδὲν οἰομένουσ προσήκειν τοῖσ πλέον ἔχειν δυναμένοισ. (Plutarch, chapter 6 4:1)
(플루타르코스, chapter 6 4:1)
- τὸ δ’ ἔσχατον πάντων ὅτι, ἐάν τισ ἡμῖν καὶ σχολὴ γένηται ἀπ’ αὐτοῦ καὶ τραπώμεθα πρὸσ τὸ σκοπεῖν τι, ἐν ταῖσ ζητήσεσιν αὖ πανταχοῦ παραπῖπτον θόρυβον παρέχει καὶ ταραχὴν καὶ ἐκπλήττει, ὥστε μὴ δύνασθαι ὑπ’ αὐτοῦ καθορᾶν τἀληθέσ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 126:2)
(플라톤, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 126:2)
- διὸ καὶ τοὺσ ἐπὶ πραγμάτων ταττομένουσ χρὴ τῶν τοιούτων οὐδενὸσ μᾶλλον φροντίζειν ὡσ τοῦ μὴ λανθάνειν τὰσ προαιρέσεισ τῶν διαλυομένων τὰσ ἔχθρασ ἢ συντιθεμένων τὰσ φιλίασ, πότε τοῖσ καιροῖσ εἴκοντεσ καὶ πότε ταῖσ ψυχαῖσ ἡττώμενοι ποιοῦνται τὰσ συνθήκασ, ἵνα τοὺσ μὲν ἐφέδρουσ νομίζοντεσ εἶναι τῶν καιρῶν ἀεὶ φυλάττωνται, τοῖσ δὲ πιστεύοντεσ ὡσ ὑπηκόοισ ἢ φίλοισ ἀληθινοῖσ πᾶν τὸ παραπῖπτον ἐξ ἑτοίμου παραγγέλλωσιν. (Polybius, Histories, book 3, chapter 12 5:1)
(폴리비오스, Histories, book 3, chapter 12 5:1)
- τούτων γὰρ οἱ μὲν ἀντίοι συμπίπτοντεσ τοῖσ ὑποζυγίοισ, ὁπότε διαπτοηθεῖεν ἐκ τῆσ πληγῆσ, οἱ δὲ κατὰ τὴν εἰσ τοὔμπροσθεν ὁρμὴν ἐξωθοῦντεσ πᾶν τὸ παραπῖπτον ἐν ταῖσ δυσχωρίαισ, μεγάλην ἀπειργάζοντο ταραχήν. (Polybius, Histories, book 3, chapter 51 5:2)
(폴리비오스, Histories, book 3, chapter 51 5:2)
유의어
-
to fall beside
-
일어나다
-
to fall aside or away from
파생어
- ἀμφιπίπτω (안다, 품다, 포옹하다)
- ἀναπίπτω (철수시키다, 주둔지를 포기하다, 철수시키다)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- διαπίπτω (탈출하다, 도망치다, 달아나다)
- ἐγκαταπίπτω (to fall in or upon)
- εἰσπίπτω (빠지다, 빠지다, )
- ἐκπίπτω (나오다, 나다, 탈출하다)
- ἐμπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- ἐπεισπίπτω (내리누르다, 만나다)
- ἐπιπίπτω (공격하다, 습격하다, 기습하다)
- καταπίπτω (자르다, 잘라내다)
- μεταπίπτω (바꾸다, 변하다, 달라지다)
- παρεισπίπτω (to get in by the side, steal in)
- παρεμπίπτω (to fall in by the way, creep or steal in)
- περιπίπτω (~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다)
- πίπτω (떨어지다, 넘어지다)
- προκαταπίπτω (먼저 보다, 미리 보다)
- προπίπτω (내밀다, 튀어나오다, 기울어지다)
- προσπίπτω (내리누르다, 만나다, 일어나다)
- συμπίπτω (만나다, 우연히 만나다, 우연히 마주치다)
- συνεισπίπτω (to fall or be thrown into with, to rush in together)
- συνεκπίπτω (to rush out together with, to be driven out or banished together, to disappear together)
- συνεμπίπτω (to fall in or upon together, to fall on or attack together)
- ὑπερπίπτω (넘치다, 내밀다, 던지다)
- ὑποπίπτω (매다, 걸다, 채우다)