헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποκαλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποκαλέω

형태분석: ἀπο (접두사) + καλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 폐지하다, 생각나게 하다, 상기하다
  2. 부르다, 소환하다, 명명하다, 이름을 부르다
  1. to call back, recall
  2. to call away or aside
  3. to call, a name, to stigmatise as

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκαλῶ

(나는) 폐지한다

ἀποκαλεῖς

(너는) 폐지한다

ἀποκαλεῖ

(그는) 폐지한다

쌍수 ἀποκαλεῖτον

(너희 둘은) 폐지한다

ἀποκαλεῖτον

(그 둘은) 폐지한다

복수 ἀποκαλοῦμεν

(우리는) 폐지한다

ἀποκαλεῖτε

(너희는) 폐지한다

ἀποκαλοῦσιν*

(그들은) 폐지한다

접속법단수 ἀποκαλῶ

(나는) 폐지하자

ἀποκαλῇς

(너는) 폐지하자

ἀποκαλῇ

(그는) 폐지하자

쌍수 ἀποκαλῆτον

(너희 둘은) 폐지하자

ἀποκαλῆτον

(그 둘은) 폐지하자

복수 ἀποκαλῶμεν

(우리는) 폐지하자

ἀποκαλῆτε

(너희는) 폐지하자

ἀποκαλῶσιν*

(그들은) 폐지하자

기원법단수 ἀποκαλοῖμι

(나는) 폐지하기를 (바라다)

ἀποκαλοῖς

(너는) 폐지하기를 (바라다)

ἀποκαλοῖ

(그는) 폐지하기를 (바라다)

쌍수 ἀποκαλοῖτον

(너희 둘은) 폐지하기를 (바라다)

ἀποκαλοίτην

(그 둘은) 폐지하기를 (바라다)

복수 ἀποκαλοῖμεν

(우리는) 폐지하기를 (바라다)

ἀποκαλοῖτε

(너희는) 폐지하기를 (바라다)

ἀποκαλοῖεν

(그들은) 폐지하기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκάλει

(너는) 폐지해라

ἀποκαλείτω

(그는) 폐지해라

쌍수 ἀποκαλεῖτον

(너희 둘은) 폐지해라

ἀποκαλείτων

(그 둘은) 폐지해라

복수 ἀποκαλεῖτε

(너희는) 폐지해라

ἀποκαλούντων, ἀποκαλείτωσαν

(그들은) 폐지해라

부정사 ἀποκαλεῖν

폐지하는 것

분사 남성여성중성
ἀποκαλων

ἀποκαλουντος

ἀποκαλουσα

ἀποκαλουσης

ἀποκαλουν

ἀποκαλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποκαλοῦμαι

(나는) 폐지된다

ἀποκαλεῖ, ἀποκαλῇ

(너는) 폐지된다

ἀποκαλεῖται

(그는) 폐지된다

쌍수 ἀποκαλεῖσθον

(너희 둘은) 폐지된다

ἀποκαλεῖσθον

(그 둘은) 폐지된다

복수 ἀποκαλούμεθα

(우리는) 폐지된다

ἀποκαλεῖσθε

(너희는) 폐지된다

ἀποκαλοῦνται

(그들은) 폐지된다

접속법단수 ἀποκαλῶμαι

(나는) 폐지되자

ἀποκαλῇ

(너는) 폐지되자

ἀποκαλῆται

(그는) 폐지되자

쌍수 ἀποκαλῆσθον

(너희 둘은) 폐지되자

ἀποκαλῆσθον

(그 둘은) 폐지되자

복수 ἀποκαλώμεθα

(우리는) 폐지되자

ἀποκαλῆσθε

(너희는) 폐지되자

ἀποκαλῶνται

(그들은) 폐지되자

기원법단수 ἀποκαλοίμην

(나는) 폐지되기를 (바라다)

ἀποκαλοῖο

(너는) 폐지되기를 (바라다)

ἀποκαλοῖτο

(그는) 폐지되기를 (바라다)

쌍수 ἀποκαλοῖσθον

(너희 둘은) 폐지되기를 (바라다)

ἀποκαλοίσθην

(그 둘은) 폐지되기를 (바라다)

복수 ἀποκαλοίμεθα

(우리는) 폐지되기를 (바라다)

ἀποκαλοῖσθε

(너희는) 폐지되기를 (바라다)

ἀποκαλοῖντο

(그들은) 폐지되기를 (바라다)

명령법단수 ἀποκαλοῦ

(너는) 폐지되어라

ἀποκαλείσθω

(그는) 폐지되어라

쌍수 ἀποκαλεῖσθον

(너희 둘은) 폐지되어라

ἀποκαλείσθων

(그 둘은) 폐지되어라

복수 ἀποκαλεῖσθε

(너희는) 폐지되어라

ἀποκαλείσθων, ἀποκαλείσθωσαν

(그들은) 폐지되어라

부정사 ἀποκαλεῖσθαι

폐지되는 것

분사 남성여성중성
ἀποκαλουμενος

ἀποκαλουμενου

ἀποκαλουμενη

ἀποκαλουμενης

ἀποκαλουμενον

ἀποκαλουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκάλουν

(나는) 폐지하고 있었다

ἀπεκάλεις

(너는) 폐지하고 있었다

ἀπεκάλειν*

(그는) 폐지하고 있었다

쌍수 ἀπεκαλεῖτον

(너희 둘은) 폐지하고 있었다

ἀπεκαλείτην

(그 둘은) 폐지하고 있었다

복수 ἀπεκαλοῦμεν

(우리는) 폐지하고 있었다

ἀπεκαλεῖτε

(너희는) 폐지하고 있었다

ἀπεκάλουν

(그들은) 폐지하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεκαλούμην

(나는) 폐지되고 있었다

ἀπεκαλοῦ

(너는) 폐지되고 있었다

ἀπεκαλεῖτο

(그는) 폐지되고 있었다

쌍수 ἀπεκαλεῖσθον

(너희 둘은) 폐지되고 있었다

ἀπεκαλείσθην

(그 둘은) 폐지되고 있었다

복수 ἀπεκαλούμεθα

(우리는) 폐지되고 있었다

ἀπεκαλεῖσθε

(너희는) 폐지되고 있었다

ἀπεκαλοῦντο

(그들은) 폐지되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τί μοι λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖσ καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον; (Lucian, (no name) 16:4)

    (루키아노스, (no name) 16:4)

  • Τὸ μὲν πρῶτον Οὖτιν αὑτὸν ἀπεκάλει, ἐπεὶ δὲ διέφυγε καὶ ἔξω ἦν βέλουσ, Ὀδυσσεὺσ ὀνομάζεσθαι ἔφη Οἶδα ὃν λέγεισ, τὸν Ἰθακήσιον· (Lucian, Dialogi Marini, cyclops and poseidwn, chapter 1 1:2)

    (루키아노스, Dialogi Marini, cyclops and poseidwn, chapter 1 1:2)

  • καὶ αὐτοὶ δὲ Ἀθηναῖοι τοὺσ χυτρέασ καὶ ἰπνοποιοὺσ καὶ πάντασ, ὅσοι πηλουργοί, Προμηθέασ ἀπεκάλουν ἐπισκώπτοντεσ ἐσ τὸν πηλὸν καὶ τὴν ἐν πυρὶ οἶμαι τῶν σκευῶν ὄπτησιν· (Lucian, Prometheus es in verbis 5:4)

    (루키아노스, Prometheus es in verbis 5:4)

  • καὶ τὰ τῶν ἄλλων διῴκουν θεραπεύοντεσ ἀλλ’ οὐχ ὑβρίζοντεσ τοὺσ Ἕλληνασ καὶ στρατηγεῖν οἰόμενοι δεῖν αὐτῶν ἀλλὰ μὴ τυραννεῖν αὐτῶν καὶ μᾶλλον ἐπιθυμοῦντεσ ἡγεμόνεσ ἢ δεσπόται προσαγορεύεσθαι καὶ σωτῆρεσ ἀλλὰ μὴ λυμεῶνεσ ἀποκαλεῖσθαι, τῷ ποιεῖν εὖ προσαγόμενοι τὰσ πόλεισ ἀλλ’ οὐ βίᾳ καταστρεφόμενοι, πιστοτέροισ μὲν τοῖσ λόγοισ ἢ νῦν τοῖσ ὁρ́κοισ χρώμενοι, ταῖσ δὲ συνθήκαισ ὥσπερ ἀνάγκαισ ἐμμένειν ἀξιοῦντεσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 14 2:8)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 14 2:8)

  • Λεσβῶναξ γοῦν ὁ Μυτιληναῖοσ, ἀνὴρ καλὸσ καὶ ἀγαθόσ, χειρισόφουσ τοὺσ ὀρχηστὰσ ἀπεκάλει καὶ ᾔει ἐπὶ τὴν θέαν αὐτῶν ὡσ βελτίων ἀναστρέψων ἀπὸ τοῦ θεάτρου. (Lucian, De saltatione, (no name) 69:4)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 69:4)

유의어

  1. 폐지하다

  2. to call away or aside

  3. 부르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION