헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπικαλέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπικαλέω ἐπικαλέσω

형태분석: ἐπι (접두사) + καλέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 부르다, 호소하다, 기원하다
  2. 초대하다, 소환하다
  3. 소환하다, 부르다, 불러내다
  4. 권유하다, 도전하다
  1. to call upon a god, invoke
  2. to invite
  3. (middle voice) to call in as a helper or ally
  4. to call in as witness
  5. (middle voice) to call before one, summon
  6. (middle voice) to challenge

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαλῶ

(나는) 부르다

ἐπικαλεῖς

(너는) 부르다

ἐπικαλεῖ

(그는) 부르다

쌍수 ἐπικαλεῖτον

(너희 둘은) 부르다

ἐπικαλεῖτον

(그 둘은) 부르다

복수 ἐπικαλοῦμεν

(우리는) 부르다

ἐπικαλεῖτε

(너희는) 부르다

ἐπικαλοῦσιν*

(그들은) 부르다

접속법단수 ἐπικαλῶ

(나는) 부르자

ἐπικαλῇς

(너는) 부르자

ἐπικαλῇ

(그는) 부르자

쌍수 ἐπικαλῆτον

(너희 둘은) 부르자

ἐπικαλῆτον

(그 둘은) 부르자

복수 ἐπικαλῶμεν

(우리는) 부르자

ἐπικαλῆτε

(너희는) 부르자

ἐπικαλῶσιν*

(그들은) 부르자

기원법단수 ἐπικαλοῖμι

(나는) 부르기를 (바라다)

ἐπικαλοῖς

(너는) 부르기를 (바라다)

ἐπικαλοῖ

(그는) 부르기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαλοῖτον

(너희 둘은) 부르기를 (바라다)

ἐπικαλοίτην

(그 둘은) 부르기를 (바라다)

복수 ἐπικαλοῖμεν

(우리는) 부르기를 (바라다)

ἐπικαλοῖτε

(너희는) 부르기를 (바라다)

ἐπικαλοῖεν

(그들은) 부르기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικάλει

(너는) 불러라

ἐπικαλείτω

(그는) 불러라

쌍수 ἐπικαλεῖτον

(너희 둘은) 불러라

ἐπικαλείτων

(그 둘은) 불러라

복수 ἐπικαλεῖτε

(너희는) 불러라

ἐπικαλούντων, ἐπικαλείτωσαν

(그들은) 불러라

부정사 ἐπικαλεῖν

부르는 것

분사 남성여성중성
ἐπικαλων

ἐπικαλουντος

ἐπικαλουσα

ἐπικαλουσης

ἐπικαλουν

ἐπικαλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαλοῦμαι

(나는) 불러지다

ἐπικαλεῖ, ἐπικαλῇ

(너는) 불러지다

ἐπικαλεῖται

(그는) 불러지다

쌍수 ἐπικαλεῖσθον

(너희 둘은) 불러지다

ἐπικαλεῖσθον

(그 둘은) 불러지다

복수 ἐπικαλούμεθα

(우리는) 불러지다

ἐπικαλεῖσθε

(너희는) 불러지다

ἐπικαλοῦνται

(그들은) 불러지다

접속법단수 ἐπικαλῶμαι

(나는) 불러지자

ἐπικαλῇ

(너는) 불러지자

ἐπικαλῆται

(그는) 불러지자

쌍수 ἐπικαλῆσθον

(너희 둘은) 불러지자

ἐπικαλῆσθον

(그 둘은) 불러지자

복수 ἐπικαλώμεθα

(우리는) 불러지자

ἐπικαλῆσθε

(너희는) 불러지자

ἐπικαλῶνται

(그들은) 불러지자

기원법단수 ἐπικαλοίμην

(나는) 불러지기를 (바라다)

ἐπικαλοῖο

(너는) 불러지기를 (바라다)

ἐπικαλοῖτο

(그는) 불러지기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαλοῖσθον

(너희 둘은) 불러지기를 (바라다)

ἐπικαλοίσθην

(그 둘은) 불러지기를 (바라다)

복수 ἐπικαλοίμεθα

(우리는) 불러지기를 (바라다)

ἐπικαλοῖσθε

(너희는) 불러지기를 (바라다)

ἐπικαλοῖντο

(그들은) 불러지기를 (바라다)

명령법단수 ἐπικαλοῦ

(너는) 불러져라

ἐπικαλείσθω

(그는) 불러져라

쌍수 ἐπικαλεῖσθον

(너희 둘은) 불러져라

ἐπικαλείσθων

(그 둘은) 불러져라

복수 ἐπικαλεῖσθε

(너희는) 불러져라

ἐπικαλείσθων, ἐπικαλείσθωσαν

(그들은) 불러져라

부정사 ἐπικαλεῖσθαι

불러지는 것

분사 남성여성중성
ἐπικαλουμενος

ἐπικαλουμενου

ἐπικαλουμενη

ἐπικαλουμενης

ἐπικαλουμενον

ἐπικαλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαλέσω

(나는) 부르겠다

ἐπικαλέσεις

(너는) 부르겠다

ἐπικαλέσει

(그는) 부르겠다

쌍수 ἐπικαλέσετον

(너희 둘은) 부르겠다

ἐπικαλέσετον

(그 둘은) 부르겠다

복수 ἐπικαλέσομεν

(우리는) 부르겠다

ἐπικαλέσετε

(너희는) 부르겠다

ἐπικαλέσουσιν*

(그들은) 부르겠다

기원법단수 ἐπικαλέσοιμι

(나는) 부르겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοις

(너는) 부르겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοι

(그는) 부르겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαλέσοιτον

(너희 둘은) 부르겠기를 (바라다)

ἐπικαλεσοίτην

(그 둘은) 부르겠기를 (바라다)

복수 ἐπικαλέσοιμεν

(우리는) 부르겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοιτε

(너희는) 부르겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοιεν

(그들은) 부르겠기를 (바라다)

부정사 ἐπικαλέσειν

부를 것

분사 남성여성중성
ἐπικαλεσων

ἐπικαλεσοντος

ἐπικαλεσουσα

ἐπικαλεσουσης

ἐπικαλεσον

ἐπικαλεσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπικαλέσομαι

(나는) 불러지겠다

ἐπικαλέσει, ἐπικαλέσῃ

(너는) 불러지겠다

ἐπικαλέσεται

(그는) 불러지겠다

쌍수 ἐπικαλέσεσθον

(너희 둘은) 불러지겠다

ἐπικαλέσεσθον

(그 둘은) 불러지겠다

복수 ἐπικαλεσόμεθα

(우리는) 불러지겠다

ἐπικαλέσεσθε

(너희는) 불러지겠다

ἐπικαλέσονται

(그들은) 불러지겠다

기원법단수 ἐπικαλεσοίμην

(나는) 불러지겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοιο

(너는) 불러지겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοιτο

(그는) 불러지겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπικαλέσοισθον

(너희 둘은) 불러지겠기를 (바라다)

ἐπικαλεσοίσθην

(그 둘은) 불러지겠기를 (바라다)

복수 ἐπικαλεσοίμεθα

(우리는) 불러지겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοισθε

(너희는) 불러지겠기를 (바라다)

ἐπικαλέσοιντο

(그들은) 불러지겠기를 (바라다)

부정사 ἐπικαλέσεσθαι

불러질 것

분사 남성여성중성
ἐπικαλεσομενος

ἐπικαλεσομενου

ἐπικαλεσομενη

ἐπικαλεσομενης

ἐπικαλεσομενον

ἐπικαλεσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκάλουν

(나는) 부르고 있었다

ἐπεκάλεις

(너는) 부르고 있었다

ἐπεκάλειν*

(그는) 부르고 있었다

쌍수 ἐπεκαλεῖτον

(너희 둘은) 부르고 있었다

ἐπεκαλείτην

(그 둘은) 부르고 있었다

복수 ἐπεκαλοῦμεν

(우리는) 부르고 있었다

ἐπεκαλεῖτε

(너희는) 부르고 있었다

ἐπεκάλουν

(그들은) 부르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπεκαλούμην

(나는) 불러지고 있었다

ἐπεκαλοῦ

(너는) 불러지고 있었다

ἐπεκαλεῖτο

(그는) 불러지고 있었다

쌍수 ἐπεκαλεῖσθον

(너희 둘은) 불러지고 있었다

ἐπεκαλείσθην

(그 둘은) 불러지고 있었다

복수 ἐπεκαλούμεθα

(우리는) 불러지고 있었다

ἐπεκαλεῖσθε

(너희는) 불러지고 있었다

ἐπεκαλοῦντο

(그들은) 불러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τῷ Σὴθ ἐγένετο υἱόσ, ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐνώσ. οὗτοσ ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ. (Septuagint, Liber Genesis 4:26)

    (70인역 성경, 창세기 4:26)

  • ἔθνη ἐξολοθρεύσουσι, καὶ ἐπικαλέσεσθε ἐκεῖ καὶ θύσετε ἐκεῖ θυσίαν δικαιοσύνησ, ὅτι πλοῦτοσ θαλάσσησ θηλάσει σε καὶ ἐμπόρια παράλιον κατοικούντων. (Septuagint, Liber Deuteronomii 33:19)

    (70인역 성경, 신명기 33:19)

  • οὐχὶ θερισμὸσ πυρῶν σήμερον̣ ἐπικαλέσομαι Κύριον, καὶ δώσει φωνὰσ καὶ ὑετόν, καὶ γνῶτε καὶ ἴδετε ὅτι ἡ κακία ὑμῶν μεγάλη, ἣν ἐποιήσατε ἐνώπιον Κυρίου, αἰτήσαντεσ ἑαυτοῖσ βασιλέα. (Septuagint, Liber I Samuelis 12:17)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 12:17)

  • αἰνετὸν ἐπικαλέσομαι Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι. (Septuagint, Liber II Samuelis 22:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 22:4)

  • ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ πρὸσ τὸν Θεόν μου βοήσομαι. καὶ ἐπακούσεται ἐκ ναοῦ αὐτοῦ φωνῆσ μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐν τοῖσ ὠσὶν αὐτοῦ. (Septuagint, Liber II Samuelis 22:7)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 22:7)

  • "ἐπικαλέω τοι τὴν θεὸν Μύλιττα. (Herodotus, The Histories, book 1, chapter 199 4:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 1, chapter 199 4:3)

유의어

  1. 부르다

  2. 초대하다

  3. to call in as witness

  4. 소환하다

  5. 권유하다

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION