헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατόμνυμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατόμνυμι κατομοῦμαι κατώμοσα

형태분석: κατ (접두사) + ό̓μνυ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 맹세하다, 단언하다
  1. to confirm by oath, to swear that . .
  2. to call to witness, swear by
  3. to take an oath against, accuse on oath

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατόμνυμι

(나는) 맹세한다

κατόμνυς

(너는) 맹세한다

κατόμνυσιν*

(그는) 맹세한다

쌍수 κατόμνυτον

(너희 둘은) 맹세한다

κατόμνυτον

(그 둘은) 맹세한다

복수 κατόμνυμεν

(우리는) 맹세한다

κατόμνυτε

(너희는) 맹세한다

κατομνύᾱσιν*

(그들은) 맹세한다

접속법단수 κατομνύω

(나는) 맹세하자

κατομνύῃς

(너는) 맹세하자

κατομνύῃ

(그는) 맹세하자

쌍수 κατομνύητον

(너희 둘은) 맹세하자

κατομνύητον

(그 둘은) 맹세하자

복수 κατομνύωμεν

(우리는) 맹세하자

κατομνύητε

(너희는) 맹세하자

κατομνύωσιν*

(그들은) 맹세하자

기원법단수 κατομνύοιμι

(나는) 맹세하기를 (바라다)

κατομνύοις

(너는) 맹세하기를 (바라다)

κατομνύοι

(그는) 맹세하기를 (바라다)

쌍수 κατομνύοιτον

(너희 둘은) 맹세하기를 (바라다)

κατομνυοίτην

(그 둘은) 맹세하기를 (바라다)

복수 κατομνύοιμεν

(우리는) 맹세하기를 (바라다)

κατομνύοιτε

(너희는) 맹세하기를 (바라다)

κατομνύοιεν

(그들은) 맹세하기를 (바라다)

명령법단수 κατόμνυ

(너는) 맹세해라

κατομνύτω

(그는) 맹세해라

쌍수 κατόμνυτον

(너희 둘은) 맹세해라

κατομνύτων

(그 둘은) 맹세해라

복수 κατόμνυτε

(너희는) 맹세해라

κατομνύντων

(그들은) 맹세해라

부정사 κατομνύναι

맹세하는 것

분사 남성여성중성
κατομνῡς

κατομνυντος

κατομνῡσα

κατομνῡσης

κατομνυν

κατομνυντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατόμνυμαι

(나는) 맹세된다

κατόμνυσαι

(너는) 맹세된다

κατόμνυται

(그는) 맹세된다

쌍수 κατόμνυσθον

(너희 둘은) 맹세된다

κατόμνυσθον

(그 둘은) 맹세된다

복수 κατομνύμεθα

(우리는) 맹세된다

κατόμνυσθε

(너희는) 맹세된다

κατόμνυνται

(그들은) 맹세된다

접속법단수 κατομνύωμαι

(나는) 맹세되자

κατομνύῃ

(너는) 맹세되자

κατομνύηται

(그는) 맹세되자

쌍수 κατομνύησθον

(너희 둘은) 맹세되자

κατομνύησθον

(그 둘은) 맹세되자

복수 κατομνυώμεθα

(우리는) 맹세되자

κατομνύησθε

(너희는) 맹세되자

κατομνύωνται

(그들은) 맹세되자

기원법단수 κατομνυοίμην

(나는) 맹세되기를 (바라다)

κατομνύοιο

(너는) 맹세되기를 (바라다)

κατομνύοιτο

(그는) 맹세되기를 (바라다)

쌍수 κατομνύοισθον

(너희 둘은) 맹세되기를 (바라다)

κατομνυοίσθην

(그 둘은) 맹세되기를 (바라다)

복수 κατομνυοίμεθα

(우리는) 맹세되기를 (바라다)

κατομνύοισθε

(너희는) 맹세되기를 (바라다)

κατομνύοιντο

(그들은) 맹세되기를 (바라다)

명령법단수 κατόμνυσο

(너는) 맹세되어라

κατομνύσθω

(그는) 맹세되어라

쌍수 κατόμνυσθον

(너희 둘은) 맹세되어라

κατομνύσθων

(그 둘은) 맹세되어라

복수 κατόμνυσθε

(너희는) 맹세되어라

κατομνύσθων

(그들은) 맹세되어라

부정사 κατόμνυσθαι

맹세되는 것

분사 남성여성중성
κατομνυμενος

κατομνυμενου

κατομνυμενη

κατομνυμενης

κατομνυμενον

κατομνυμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατομουμαίω

(나는) 맹세하겠다

κατομουμαίεις

(너는) 맹세하겠다

κατομουμαίει

(그는) 맹세하겠다

쌍수 κατομουμαίετον

(너희 둘은) 맹세하겠다

κατομουμαίετον

(그 둘은) 맹세하겠다

복수 κατομουμαίομεν

(우리는) 맹세하겠다

κατομουμαίετε

(너희는) 맹세하겠다

κατομουμαίουσιν*

(그들은) 맹세하겠다

기원법단수 κατομουμαίοιμι

(나는) 맹세하겠기를 (바라다)

κατομουμαίοις

(너는) 맹세하겠기를 (바라다)

κατομουμαίοι

(그는) 맹세하겠기를 (바라다)

쌍수 κατομουμαίοιτον

(너희 둘은) 맹세하겠기를 (바라다)

κατομουμαιοίτην

(그 둘은) 맹세하겠기를 (바라다)

복수 κατομουμαίοιμεν

(우리는) 맹세하겠기를 (바라다)

κατομουμαίοιτε

(너희는) 맹세하겠기를 (바라다)

κατομουμαίοιεν

(그들은) 맹세하겠기를 (바라다)

부정사 κατομουμαίειν

맹세할 것

분사 남성여성중성
κατομουμαιων

κατομουμαιοντος

κατομουμαιουσα

κατομουμαιουσης

κατομουμαιον

κατομουμαιοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατομουμαίομαι

(나는) 맹세되겠다

κατομουμαίει, κατομουμαίῃ

(너는) 맹세되겠다

κατομουμαίεται

(그는) 맹세되겠다

쌍수 κατομουμαίεσθον

(너희 둘은) 맹세되겠다

κατομουμαίεσθον

(그 둘은) 맹세되겠다

복수 κατομουμαιόμεθα

(우리는) 맹세되겠다

κατομουμαίεσθε

(너희는) 맹세되겠다

κατομουμαίονται

(그들은) 맹세되겠다

기원법단수 κατομουμαιοίμην

(나는) 맹세되겠기를 (바라다)

κατομουμαίοιο

(너는) 맹세되겠기를 (바라다)

κατομουμαίοιτο

(그는) 맹세되겠기를 (바라다)

쌍수 κατομουμαίοισθον

(너희 둘은) 맹세되겠기를 (바라다)

κατομουμαιοίσθην

(그 둘은) 맹세되겠기를 (바라다)

복수 κατομουμαιοίμεθα

(우리는) 맹세되겠기를 (바라다)

κατομουμαίοισθε

(너희는) 맹세되겠기를 (바라다)

κατομουμαίοιντο

(그들은) 맹세되겠기를 (바라다)

부정사 κατομουμαίεσθαι

맹세될 것

분사 남성여성중성
κατομουμαιομενος

κατομουμαιομενου

κατομουμαιομενη

κατομουμαιομενης

κατομουμαιομενον

κατομουμαιομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κάτωμνυν

(나는) 맹세하고 있었다

κάτωμνυς

(너는) 맹세하고 있었다

κάτωμνυν*

(그는) 맹세하고 있었다

쌍수 κατῶμνυτον

(너희 둘은) 맹세하고 있었다

κατώμνυτην

(그 둘은) 맹세하고 있었다

복수 κατῶμνυμεν

(우리는) 맹세하고 있었다

κατῶμνυτε

(너희는) 맹세하고 있었다

κατῶμνυσαν

(그들은) 맹세하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατώμνυμην

(나는) 맹세되고 있었다

κατώμνυου, κατῶμνυσο

(너는) 맹세되고 있었다

κατῶμνυτο

(그는) 맹세되고 있었다

쌍수 κατῶμνυσθον

(너희 둘은) 맹세되고 있었다

κατώμνυσθην

(그 둘은) 맹세되고 있었다

복수 κατώμνυμεθα

(우리는) 맹세되고 있었다

κατῶμνυσθε

(너희는) 맹세되고 있었다

κατῶμνυντο

(그들은) 맹세되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῶμοσα

(나는) 맹세했다

κατῶμοσας

(너는) 맹세했다

κατῶμοσεν*

(그는) 맹세했다

쌍수 κατώμοσατον

(너희 둘은) 맹세했다

κατωμο͂σατην

(그 둘은) 맹세했다

복수 κατώμοσαμεν

(우리는) 맹세했다

κατώμοσατε

(너희는) 맹세했다

κατῶμοσαν

(그들은) 맹세했다

접속법단수 κατομόσω

(나는) 맹세했자

κατομόσῃς

(너는) 맹세했자

κατομόσῃ

(그는) 맹세했자

쌍수 κατομόσητον

(너희 둘은) 맹세했자

κατομόσητον

(그 둘은) 맹세했자

복수 κατομόσωμεν

(우리는) 맹세했자

κατομόσητε

(너희는) 맹세했자

κατομόσωσιν*

(그들은) 맹세했자

기원법단수 κατομόσαιμι

(나는) 맹세했기를 (바라다)

κατομόσαις

(너는) 맹세했기를 (바라다)

κατομόσαι

(그는) 맹세했기를 (바라다)

쌍수 κατομόσαιτον

(너희 둘은) 맹세했기를 (바라다)

κατομοσαίτην

(그 둘은) 맹세했기를 (바라다)

복수 κατομόσαιμεν

(우리는) 맹세했기를 (바라다)

κατομόσαιτε

(너희는) 맹세했기를 (바라다)

κατομόσαιεν

(그들은) 맹세했기를 (바라다)

명령법단수 κατόμοσον

(너는) 맹세했어라

κατομοσάτω

(그는) 맹세했어라

쌍수 κατομόσατον

(너희 둘은) 맹세했어라

κατομοσάτων

(그 둘은) 맹세했어라

복수 κατομόσατε

(너희는) 맹세했어라

κατομοσάντων

(그들은) 맹세했어라

부정사 κατομόσαι

맹세했는 것

분사 남성여성중성
κατομοσᾱς

κατομοσαντος

κατομοσᾱσα

κατομοσᾱσης

κατομοσαν

κατομοσαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατωμο͂σαμην

(나는) 맹세되었다

κατώμοσω

(너는) 맹세되었다

κατώμοσατο

(그는) 맹세되었다

쌍수 κατώμοσασθον

(너희 둘은) 맹세되었다

κατωμο͂σασθην

(그 둘은) 맹세되었다

복수 κατωμο͂σαμεθα

(우리는) 맹세되었다

κατώμοσασθε

(너희는) 맹세되었다

κατώμοσαντο

(그들은) 맹세되었다

접속법단수 κατομόσωμαι

(나는) 맹세되었자

κατομόσῃ

(너는) 맹세되었자

κατομόσηται

(그는) 맹세되었자

쌍수 κατομόσησθον

(너희 둘은) 맹세되었자

κατομόσησθον

(그 둘은) 맹세되었자

복수 κατομοσώμεθα

(우리는) 맹세되었자

κατομόσησθε

(너희는) 맹세되었자

κατομόσωνται

(그들은) 맹세되었자

기원법단수 κατομοσαίμην

(나는) 맹세되었기를 (바라다)

κατομόσαιο

(너는) 맹세되었기를 (바라다)

κατομόσαιτο

(그는) 맹세되었기를 (바라다)

쌍수 κατομόσαισθον

(너희 둘은) 맹세되었기를 (바라다)

κατομοσαίσθην

(그 둘은) 맹세되었기를 (바라다)

복수 κατομοσαίμεθα

(우리는) 맹세되었기를 (바라다)

κατομόσαισθε

(너희는) 맹세되었기를 (바라다)

κατομόσαιντο

(그들은) 맹세되었기를 (바라다)

명령법단수 κατόμοσαι

(너는) 맹세되었어라

κατομοσάσθω

(그는) 맹세되었어라

쌍수 κατομόσασθον

(너희 둘은) 맹세되었어라

κατομοσάσθων

(그 둘은) 맹세되었어라

복수 κατομόσασθε

(너희는) 맹세되었어라

κατομοσάσθων

(그들은) 맹세되었어라

부정사 κατομόσεσθαι

맹세되었는 것

분사 남성여성중성
κατομοσαμενος

κατομοσαμενου

κατομοσαμενη

κατομοσαμενης

κατομοσαμενον

κατομοσαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 맹세하다

  2. to call to witness

  3. to take an oath against

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION