πάθος
Third declension Noun; Neuter
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
πάθος
πάθεος
Structure:
παθο
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- pain, suffering, death
- misfortune, calamity, disaster, misery
- any strong feeling, passion
- condition, state
- incident
- modification of words
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὧν οὐκ ἔστι παριδεῖν τὴν ἡγεμονίαν τῆσ διανοίασ. ἐπεκράτησαν γὰρ καὶ πάθουσ καὶ πόνων. (Septuagint, Liber Maccabees IV 13:4)
- ὁ πατὴρ δὲ ὑπὸ ἰδιωτείασ οὐ γὰρ οἶδεν οὔτε ἀρχὴν τοῦ κατέχοντοσ κακοῦ οὔτε τὴν αἰτίαν οὔτε τὸ μέτρον τοῦ πάθουσ ἐκέλευεν ἰᾶσθαι καὶ τὸ ὅμοιον ἐκχέαι φάρμακον οἰέται ^ γὰρ ἓν εἶναι μανίασ εἶδοσ καὶ μίαν τὴν νόσον καὶ τἀρρώστημα ταὐτὸν καὶ παραπλησίαν τὴν θεραπείαν δεχόμενον. (Lucian, Abdicatus, (no name) 7:1)
- πόσα γὰρ οἰέσθε παθεῖν με, πόσα καμεῖν παρόντα, ὑπηρετοῦντα, καιροφυλακοῦντα, νῦν μὲν εἴκοντα τῇ τοῦ πάθουσ ἀκμῇ, νῦν δὲ τὴν τέχνην ἐπάγοντα πρὸσ ὀλίγον ἐνδιδόντοσ τοῦ κακοῦ ; (Lucian, Abdicatus, (no name) 16:2)
- ἐσ γὰρ τοὺσ πλησίον πολλάκισ ἀφιᾶσι τὴν λύτταν, ἐπιζέσαντοσ τοῦ πάθουσ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 16:4)
- ὅταν γοῦν πολλάκισ οἰήθωμεν ^ ἤδη πλησίον γενέσθαι τοῦ τέλουσ καὶ ἐλπίσωμεν, ἐμπεσόν τι μικρὸν ἁμάρτημα ἐπακμάσαντοσ τοῦ πάθουσ ἅπαντα ῥᾳδίωσ ἐκεῖνα ἀνέτρεψε καὶ ἐνεπόδισε ^ τὴν θεραπείαν καὶ τὴν τέχνην διέσφηλε. (Lucian, Abdicatus, (no name) 17:3)
Synonyms
-
pain
-
misfortune
- πτῶμα (misfortune, calamity, defeat)
-
condition