- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

μνησίκακος?

First/Second declension Adjective; Transliteration: mnēsikakos

Principal Part: μνησίκακος μνησίκακον

Structure: μνησικακ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: κακόν

Sense

  1. bearing malice

Examples

  • ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον. (Septuagint, Liber Proverbiorum 12:30)
  • χαλεπὰς δὲ μᾶλλον εἴποιμ ἂν εἶναι καὶ μνησικάκους τὰς τεκούσας τοῖς βρέφεσι, κινδύνων τε μεγάλων καὶ πόνων αὐταῖς γιγνομένων: (Plutarch, De amore prolis, section 42)
  • χαλεπὰς δὲ μᾶλλον εἴποιμ ἂν εἶναι καὶ μνησικάκους τὰς τεκούσας τοῖς βρέφεσι, κινδύνων τε μεγάλων καὶ πόνων αὐταῖς γινομένων ὡς δ ὅταν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊᾶσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι, Ἥρης θυγατέρες, πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι: (Plutarch, De amore prolis, section 42)
  • "οὐδ ἅμα τὴν πρόνοιαν, ὥσπερ εὐγνώμονα μητέρα καὶ χρηστήν, πάντα ποιοῦσαν ἡμῖν καὶ φυλάττουσαν ἐν μόνῃ μνησίκακον εἶναι τῇ μαντικῇ, καὶ ταύτην ἀφαιρεῖσθαι δοῦσαν ἐξ ἀρχῆς: (Plutarch, De defectu oraculorum, section 7 4:5)
  • οὐδὲ μνησίκακος: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 4 90:5)

Related

명사

형용사

동사

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION