- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πάθος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: pathos 고전 발음: [빠토] 신약 발음: [빠토]

기본형: πάθος πάθεος

형태분석: παθο (어간) + ς (어미)

어원: παθεῖν

  1. 죽음, 고통, 사망, 고생
  2. 불행, 불운, 재난, 비참, 사고
  3. 열정, 고통, 빛나는 열기
  4. 정부, 사정, 현상
  5. 사건, 우발적 사건
  1. pain, suffering, death
  2. misfortune, calamity, disaster, misery
  3. any strong feeling, passion
  4. condition, state
  5. incident
  6. modification of words

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πάθος

죽음이

πάθει

죽음들이

πάθη

죽음들이

속격 πάθους

죽음의

πάθοιν

죽음들의

παθέων

죽음들의

여격 πάθει

죽음에게

πάθοιν

죽음들에게

πάθεσι(ν)

죽음들에게

대격 πάθος

죽음을

πάθει

죽음들을

πάθη

죽음들을

호격 πάθος

죽음아

πάθει

죽음들아

πάθη

죽음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὧν οὐκ ἔστι παριδεῖν τὴν ἡγεμονίαν τῆς διανοίας. ἐπεκράτησαν γὰρ καὶ πάθους καὶ πόνων. (Septuagint, Liber Maccabees IV 13:4)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 13:4)

  • ὁ πατὴρ δὲ ὑπὸ ἰδιωτείας οὐ γὰρ οἶδεν οὔτε ἀρχὴν τοῦ κατέχοντος κακοῦ οὔτε τὴν αἰτίαν οὔτε τὸ μέτρον τοῦ πάθους ἐκέλευεν ἰᾶσθαι καὶ τὸ ὅμοιον ἐκχέαι φάρμακον οἰέται ^ γὰρ ἓν εἶναι μανίας εἶδος καὶ μίαν τὴν νόσον καὶ τἀρρώστημα ταὐτὸν καὶ παραπλησίαν τὴν θεραπείαν δεχόμενον. (Lucian, Abdicatus, (no name) 7:1)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 7:1)

  • πόσα γὰρ οἰέσθε παθεῖν με, πόσα καμεῖν παρόντα, ὑπηρετοῦντα, καιροφυλακοῦντα, νῦν μὲν εἴκοντα τῇ τοῦ πάθους ἀκμῇ, νῦν δὲ τὴν τέχνην ἐπάγοντα πρὸς ὀλίγον ἐνδιδόντος τοῦ κακοῦ · (Lucian, Abdicatus, (no name) 16:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 16:2)

  • ἐς γὰρ τοὺς πλησίον πολλάκις ἀφιᾶσι τὴν λύτταν, ἐπιζέσαντος τοῦ πάθους. (Lucian, Abdicatus, (no name) 16:4)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 16:4)

  • ὅταν γοῦν πολλάκις οἰήθωμεν ^ ἤδη πλησίον γενέσθαι τοῦ τέλους καὶ ἐλπίσωμεν, ἐμπεσόν τι μικρὸν ἁμάρτημα ἐπακμάσαντος τοῦ πάθους ἅπαντα ῥᾳδίως ἐκεῖνα ἀνέτρεψε καὶ ἐνεπόδισε ^ τὴν θεραπείαν καὶ τὴν τέχνην διέσφηλε. (Lucian, Abdicatus, (no name) 17:3)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 17:3)

유의어

  1. 죽음

  2. 불행

  3. 정부

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION