- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

ὅλος?

First/Second declension Adjective; Transliteration: holos

Principal Part: ὅλος ὅλη ὅλον

Structure: ὁλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = θολός

Sense

  1. whole, entire, perfect, complete
  2. complete, utter
  3. generally, on the whole
  4. (with negative): at all
  5. actually

Declension

First/Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ ὅλως περικέχυταί μοι τὸ κάλλος αὐτῶν καὶ ὅλον περιείληφέ με καὶ ἄχθομαι, ὅτι μὴ καὶ αὐτὸς ὥσπερ ὁ Ἄργος ὅλῳ βλέπειν δύναμαι τῷ σώματι. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 8:3)
  • τὸ δὲ μέγιστον, ἡ Ἀχερουσία λίμνη πρόκειται πρώτη δεχομένη τοὺς ἀπαντῶντας, ἣν οὐκ ἔνι διαπλεῦσαι ἢ παρελθεῖν ἄνευ τοῦ πορθμέως βαθεῖά τε γὰρ περᾶσαι τοῖς ποσὶν καὶ διανήξασθαι πολλή, καὶ ὅλως οὐκ ἂν αὐτὴν διαπταίη οὐδὲ τὰ νεκρὰ τῶν ὀρνέων. (Lucian, (no name) 3:2)
  • τοὺς μὲν ἐξ ὁμοτίμων ποιησάμενος, ἐνίους δὲ νόθους ἐκ τοῦ θνητοῦ καὶ ἐπιγείου γένους, ἄρτι μὲν ὁ γεννάδας γενόμενος χρυσός, ἄρτι δὲ ταῦρος ἢ κύκνος ἢ ἀετός, καὶ ὅλως ποικιλώτερος αὐτοῦ Πρωτέως: (Lucian, De sacrificiis, (no name) 5:5)
  • "ἢ διότι μὴ τοιουτοσὶ γέρων ἐγενόμην οἱο῀ς εἶ σύ, φαλακρὸς μὲν τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος, κυφὸς καὶ τὰ γόνατα νωθής, καὶ ὅλως ὑπὸ τοῦ χρόνου σαθρὸς πολλὰς τριακάδας καὶ ὀλυμπιάδας ἀναπλήσας, καὶ τὰ τελευταῖα δὴ ταῦτα παραπαίων ἐπὶ τοσούτων μαρτύρων · (Lucian, (no name) 16:6)
  • ἀφ οὗ δ οὖν τοσοῦτοι γεγόναμεν, ἐπιδέδωκε μᾶλλον ἡ ἐπιορκία καὶ ἱεροσυλία, καὶ ὅλως καταπεφρονήκασιν ἡμῶν - εὖ ποιοῦντες. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 12:4)

Synonyms

  1. whole

  2. complete

  3. generally

Related

명사

형용사

동사

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION