- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σχολαστικός?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: scholastikos 고전 발음: [콜라띠꼬] 신약 발음: [콜라띠꼬]

기본형: σχολαστικός σχολαστική σχολαστικόν

형태분석: σχολαστικ (어간) + ος (어미)

어원: σχολάζω

  1. enjoying leisure, leisure
  2. devoting one's leisure to learning, a scholar, a pedant, simpleton

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 σχολαστικός

(이)가

σχολαστική

(이)가

σχολαστικόν

(것)가

속격 σχολαστικοῦ

(이)의

σχολαστικῆς

(이)의

σχολαστικοῦ

(것)의

여격 σχολαστικῷ

(이)에게

σχολαστικῇ

(이)에게

σχολαστικῷ

(것)에게

대격 σχολαστικόν

(이)를

σχολαστικήν

(이)를

σχολαστικόν

(것)를

호격 σχολαστικέ

(이)야

σχολαστική

(이)야

σχολαστικόν

(것)야

쌍수주/대/호 σχολαστικώ

(이)들이

σχολαστικά

(이)들이

σχολαστικώ

(것)들이

속/여 σχολαστικοῖν

(이)들의

σχολαστικαῖν

(이)들의

σχολαστικοῖν

(것)들의

복수주격 σχολαστικοί

(이)들이

σχολαστικαί

(이)들이

σχολαστικά

(것)들이

속격 σχολαστικῶν

(이)들의

σχολαστικῶν

(이)들의

σχολαστικῶν

(것)들의

여격 σχολαστικοῖς

(이)들에게

σχολαστικαῖς

(이)들에게

σχολαστικοῖς

(것)들에게

대격 σχολαστικούς

(이)들을

σχολαστικάς

(이)들을

σχολαστικά

(것)들을

호격 σχολαστικοί

(이)들아

σχολαστικαί

(이)들아

σχολαστικά

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γήμας τε παιδισκάριον εὔμορφον μετὰ τούτου πρὸς τὸ σοφιστεύειν ὡρ´μησε μειράκια σχολαστικὰ θηρεύων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 48 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 48 1:2)

  • καὶ τότε διατριβόντων ἡμῶν περὶ τὴν Ἀσίαν παραβαλὼν εἰς τοὺς αὐτοὺς τόπους ἄνθρωπος ἐντυγχάνει ἡμῖν τε καί τισιν ἑτέροις τῶν σχολαστικῶν πειρώμενος αὐτῶν τῆς σοφίας. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 202:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 202:2)

  • καὶ τόν γε πρῶτον ἐν Ῥώμῃ χρόνον εὐλαβῶς διῆγε καὶ ταῖς ἀρχαῖς ὀκνηρῶς προσῄει καὶ παρημελεῖτο, ταῦτα δὴ τὰ Ῥωμαίων τοῖς βαναυσοτάτοις πρόχειρα καὶ συνήθη ῥήματα, Γραικὸς καὶ σχολαστικὸς ἀκούων. (Plutarch, Cicero, chapter 5 2:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 5 2:1)

  • αὐτὸς γοῦν Χρύσιππος ἐν τῷ τετάρτῳ περὶ Βίων οὐδὲν οἰέται τὸν σχολαστικὸν βίον τοῦ ἡδονικοῦ διαφέρειν: (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 2 5:1)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 2 5:1)

  • "ὅσοι δ ὑπολαμβάνουσι φιλοσόφοις ἐπιβάλλειν μάλιστα τὸν σχολαστικὸν βίον ἀπ ἀρχῆς, οὗτοί μοι δοκοῦσι διαμαρτάνειν, ὑπονοοῦντες διαγωγῆς τινος ἕνεκεν δεῖν τοῦτο ποιεῖν ἢ ἄλλου τινὸς τούτῳ παραπλησίου, καὶ τὸν ὅλον βίον οὕτω πως διελκύσαι: (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 2 5:2)

    (플루타르코스, De Stoicorum repugnantiis, section 2 5:2)

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION