Ancient Greek-English Dictionary Language

μιμητέος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μιμητέος μιμητέᾱ μιμητέον

Structure: μιμητε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mime/omai의 분사형

Sense

  1. to be imitated
  2. one must imitate

Examples

  • μιμητέον δὴ καὶ τὴν βραχύτητα τὴν Λυσίου· (Dionysius of Halicarnassus, chapter 53)
  • ἵν’ οὖν μὴ πῦρ ἐπὶ πυρί, ὥσ φασι, πλησμονή τισ ἐπὶ πλησμονῇ καὶ ἄκρατοσ ἐπ’ ἀκράτῳ γένηται, τὸ παιχθὲν ἀστείωσ ὑπὸ Φιλίππου μετὰ σπουδῆσ μιμητέον· (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 4 4:2)
  • ταῦτα πρὸσ Λούκουλλον ἀπαγγελθέντα καὶ τοὺσ ἐκεῖ προσδιέφθειρε στρατιώτασ, ἤδη μὲν ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆσ βαρεῖσ γεγονότασ πρὸσ τὴν στρατείαν καὶ σχολῆσ δεομένουσ, ὡσ δὲ τὴν ἐκείνων ἐπύθοντο παρρησίαν, ἄνδρασ αὐτοὺσ ἀπεκάλουν καὶ μιμητέον αὐτοὺσ ἔφασαν εἶναι· (Plutarch, Lucullus, chapter 30 4:1)
  • ἆρ’ οὐ τὰ ἔξω τῆσ τέχνησ μιμητέον τοὺσ ἀγαθοὺσ αὐλητάσ; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 3:2)
  • οὐκοῦν καὶ τῶν μὲν μαχομένων ἀπειλητικὰ τὰ ὄμματα ἀπεικαστέον, τῶν δὲ νενικηκότων εὐφραινομένων ἡ ὄψισ μιμητέα; (Xenophon, Memorabilia, , chapter 10 10:4)

Synonyms

  1. to be imitated

  2. one must imitate

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION