Ancient Greek-English Dictionary Language

μέλας

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μέλας μέλαινα μέλαν

Structure: μελαν (Stem) + ς (Ending)

Etym.: cf. ta/las, the only word like it in form

Sense

  1. dark, black
  2. (figuratively) evil, black, dark
  3. (figuratively) dark, obscure
  4. (of the voice) indistinct
  5. (medicine) causing black secretions

Examples

  • ἡ μὲν σιπύη μεστή ’στι λευκῶν ἀλφίτων, οἱ δ’ ἀμφορῆσ οἴνου μέλανοσ ἀνθοσμίου. (Aristophanes, Plutus, Episode3)
  • Ἀρτέμιδι, μέλανοσ αἵματοσ φυσήματα. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode8)
  • ἡ γοῦν ἀσπὶσ ἡ τοῦ αὐτοκράτοροσ ὅλῳ βιβλίῳ μόγισ ἐξηρμηνεύθη αὐτῷ, καὶ Γοργὼν ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῆσ ἐκ κυανοῦ καὶ λευκοῦ καὶ μέλανοσ καὶ ζώνη ἰριοειδὴσ καὶ δράκοντεσ ἑλικηδὸν καὶ βοστρυχηδόν. (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 194)
  • ἐστὶ δὲ στρογγύλοσ, ἀλλ’ οὐ πλατὺσ ὢν κατὰ τὸ μέγεθοσ ἴσοσ ἐστὶ τοῖσ παραιγιαλίταισ κεστρινίσκοισ οὗτοι δ’ εἰσὶν ὀκταδάκτυλοι μάλιστα τὸ μῆκοσ, τὸ δὲ σύνολον ὁμοιότατόσ ἐστι τῷ καλουμένῳ τράγῳ ἰχθυδίῳ πλὴν τοῦ ὑπὸ τὸν στόμαχον μέλανοσ, ὃ καλοῦσι τοῦ τράγου πώγωνα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 5 1:3)
  • "οἱ γὰρ γεγονότεσ αὐτόθι κίονεσ ἀνήγοντο στρογγύλοι, διαλλάττοντεσ τοῖσ σπονδύλοισ, τοῦ μὲν μέλανοσ, τοῦ δὲ λευκοῦ παράλληλα τιθεμένων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3738)

Synonyms

  1. dark

  2. evil

  3. dark

  4. indistinct

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION