μέλας
First/Third declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
μέλας
μέλαινα
μέλαν
Structure:
μελαν
(Stem)
+
ς
(Ending)
Etym.: cf. ta/las, the only word like it in form
Sense
- dark, black
- (figuratively) evil, black, dark
- (figuratively) dark, obscure
- (of the voice) indistinct
- (medicine) causing black secretions
Declension
First/Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εὐδοκιμῶν δὲ δημοσίᾳ καὶ θαυμαζόμενοσ οὐχ ἧττον ἰδίᾳ τοὺσ πολλοὺσ κατεδημαγώγει καὶ κατεγοήτευε τῇ διαίτῃ λακωνίζων, ὥσθ’ ὁρῶντασ ἐν χρῷ κουριῶντα καὶ ψυχρολουτοῦντα καὶ μάζῃ συνόντα καὶ ζωμῷ μέλανι χρώμενον ἀπιστεῖν καὶ διαπορεῖν, εἴ ποτε μάγειρον ἐπὶ τῆσ οἰκίασ οὗτοσ ἀνὴρ ἔσχεν ἢ προσέβλεψε μυρεψὸν ἢ Μιλησίασ ἠνέσχετο θιγεῖν χλανίδοσ. (Plutarch, , chapter 23 3:1)
- λέγεται δὲ τῆσ ἡμέρασ ἐκείνησ τὸν Κράσσον οὐχ ὥσπερ ἔθοσ ἐστὶ Ῥωμαίων στρατηγοῖσ ἐν φοινικίδι προελθεῖν, ἀλλ’ ἐν ἱματίῳ μέλανι, καὶ τοῦτο μὲν εὐθὺσ ἀλλάξαι προνήσαντα, τῶν δὲ σημαιῶν ἐνίασ μόλισ ὥσπερ πεπηγυίασ πολλὰ παθόντασ ἀνελέσθαι τοὺσ φέροντασ. (Plutarch, chapter 23 1:1)
- ἅπτεσθαι τῆσ ὑλικῆσ ἀρχῆσ, ζητῶν δὲ καὶ διδάσκων τὰ παθήματα καὶ τὰσ μεταβολάσ, ἃσ ὤχρᾳ μιχθεῖσα σινωπὶσ ἴσχει καὶ μέλανι μηλιάσ, ἀφαιρεῖται τὴν τοῦ τεχνίτου δόξαν· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 47 2:1)
- ὄνομα δ’ οὐδὲν ἴδιον κεῖται τῷ τοιούτῳ χυμῷ, πλὴν εἴ πού τινεσ ἢ ξυστικὸν ἢ ὀξώδη κεκλήκασιν αὐτόν, ὅτι καὶ δριμὺσ ὁμοίωσ ὄξει γίγνεται καὶ ξύει γε τὸ σῶμα τοῦ ζῳού καὶ τὴν γῆν, εἰ κατ’ αὐτῆσ ἐκχυθείη, καί τινα μετὰ πομφολύγων οἱο͂ν ζύμωσίν τε καὶ ζέσιν ἐργάζεται, σηπεδόνοσ ἐπικτήτου προσελθούσησ ἐκείνῳ τῷ κατὰ φύσιν ἔχοντι χυμῷ τῷ μέλανι. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 967)
- τότε δὲ τοῦ Θησέωσ τὸν πατέρα θαρρύνοντοσ καὶ μεγαληγοροῦντοσ ὡσ χειρώσεται τὸν Μινώταυρον, ἔδωκεν ἕτερον ἱστίον λευκὸν τῷ κυβερνήτῃ, κελεύσασ ὑποστρέφοντα σωζομένου τοῦ Θησέωσ ἐπάρασθαι τὸ λευκόν, εἰ δὲ μή, τῷ μέλανι πλεῖν καὶ ἀποσημαίνειν τὸ πάθοσ. (Plutarch, chapter 17 4:3)
Synonyms
-
dark
-
evil
-
dark
- σκοτεινός (dark, obscure)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- σκότιος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκότιος (dark)
- σκότιος (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- σκοταῖος (in the dark)
- μαυρός (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)
-
indistinct