Ancient Greek-English Dictionary Language

μέλας

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μέλας μέλαινα μέλαν

Structure: μελαν (Stem) + ς (Ending)

Etym.: cf. ta/las, the only word like it in form

Sense

  1. dark, black
  2. (figuratively) evil, black, dark
  3. (figuratively) dark, obscure
  4. (of the voice) indistinct
  5. (medicine) causing black secretions

Examples

  • "καὶ τοὺσ τοίχουσ δὲ λευκαῖσ καὶ μελαίναισ διαποικίλλουσι πλινθίσιν, ἐνίοτε δὲ καὶ τοῖσ ἀπὸ τῆσ ἀλαβαστίτιδοσ προσαγορευομένησ πέτρασ, πολλὰ δὲ καὶ ἕτερα κατὰ μέσον τῆσ νεὼσ τὸ κύτοσ ἐν κοίλῃ καὶ κατὰ πᾶν αὐτῆσ μέροσ οἰκήματα ἦν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3743)
  • Ἀριστοτέλησ δὲ ἐν τῷ περὶ ζωικῶν ποικιλερυθρομέλαιναν αὐτὴν ὀνομάζει καὶ ποικιλόγραμμον διὰ τὸ μελαίναισ γραμμαῖσ πεποικίλθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1347)
  • καὶ γὰρ ἐμοὶ τὸ πάροιθεν ἐπάνθεεν ἁδύ τι κάλλοσ ὡσ κισσὸσ ποτὶ πρέμνον, ἐμὰν δ’ ἐπύκαζεν ὑπήναν, χαῖται δ’ οἱᾶ σέλινα περὶ κροτάφοισι κέχυντο, καὶ λευκὸν τὸ μέτωπον ἐπ’ ὀφρύσι λάμπε μελαίναισ· (Theocritus, Idylls, 17)

Synonyms

  1. dark

  2. evil

  3. dark

  4. indistinct

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION