Ancient Greek-English Dictionary Language

μανικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μανικός μανική μανικόν

Structure: μανικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: mani/a

Sense

  1. of or for madness, mad, mad
  2. frenzied, frantic, mad, extravagant

Examples

  • μὰ Δί’ οὐ δῆτ’, ἀλλὰ μανικὰ πράγματα. (Aristophanes, Wasps, Episode, iambics2)
  • ἀλλὰ μικρῷ τῷ φυσικῷ πάθει πολὺ συγκεραννύμενον τὸ πρὸσ κενὴν δόξαν ἄγρια ποιεῖ καὶ μανικὰ καὶ δυσεξίλαστα τὰ πένθη. (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 6 1:1)
  • ἀλλὰ πολλὰ φαῦλα καὶ μανικὰ τῶν γυναικείων ἐρώτων. (Plutarch, Amatorius, section 2311)
  • οὐ τείχεσι πόλεων μυριάνδρων ἐκμετρουμένη δύναμισ οὐδὲ στόλοι δι’ ὀρῶν πλέοντεσ, οὐδὲ μάστιγεσ οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάσσησ, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκτὸσ ἐν ὀλίγοισ ὅπλοισ φιλοτιμία πολλὴ καὶ ζῆλοσ ἡλικίασ παραλλήλου καὶ ἅμιλλα περὶ δόξησ καὶ ἀρετῆσ ἑταίρων· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 121)
  • οὐ τείχεσι πόλεων μυριάνδρων ἐκμετρουμένη δύναμισ οὐδὲ στόλοι δι’ ὀρῶν πλέοντεσ, οὐδὲ μάστιγεσ οὐδὲ πέδαι, μανικὰ καὶ βάρβαρα κολαστήρια θαλάττησ, ἀλλὰ τὰ μὲν ἐκτὸσ ἐν ὀλίγοισ ὅπλοισ φιλοτιμία πολλὴ καὶ ζῆλοσ ἡλικίασ παραλλήλου καὶ ἅμιλλα περὶ δόξησ καὶ ἀρετῆσ ἑταίρων· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 122)

Synonyms

  1. of or for madness

  2. frenzied

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION