Ancient Greek-English Dictionary Language

γυναιμανής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: γυναιμανής γυναιμανές

Structure: γυναιμανη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: mai/nomai

Sense

  1. mad for women

Examples

  • ἵληθ’, εἰραφιῶτα, γυναιμανέσ· (Anonymous, Homeric Hymns, 3:1)
  • Δύσπαρι, εἶδοσ ἄριστε, γυναιμανέσ, ἠπεροπευτά, αἴθ’ ὄφελεσ ἄγονόσ τ’ ἔμεναι ἄγαμόσ τ’ ἀπολέσθαι. (Dio, Chrysostom, Orationes, 68:3)
  • Δύσπαρι εἶδοσ ἄριστε γυναιμανὲσ ἠπεροπευτὰ αἴθ’ ὄφελεσ ἄγονόσ τ’ ἔμεναι ἄγαμόσ τ’ ἀπολέσθαι· (Homer, Iliad, Book 3 8:2)
  • Δύσπαρι εἶδοσ ἄριστε γυναιμανὲσ ἠπεροπευτὰ ποῦ τοι Δηί̈φοβόσ τε βίη θ’ Ἑλένοιο ἄνακτοσ Ἀσιάδησ τ’ Ἀδάμασ ἠδ’ Ἄσιοσ Ὑρτάκου υἱόσ; (Homer, Iliad, Book 13 71:7)

Synonyms

  1. mad for women

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION