헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱστός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱστός ἱστοῦ

형태분석: ἱστ (어간) + ος (어미)

어원: i(/sthmi

  1. 돛대
  2. 별자리, 목자자리
  3. 기둥에 수직하는 난간, 광선
  4. 직조, 베짜기
  5. 거미줄, 웹
  1. mast
  2. shinbone
  3. an (unknown) constellation
  4. (weaving) beam (of a loom; see usage notes)
  5. (weaving) loom
  6. (weaving) web

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἱστός

돛대가

ἱστώ

돛대들이

ἱστοί

돛대들이

속격 ἱστοῦ

돛대의

ἱστοῖν

돛대들의

ἱστῶν

돛대들의

여격 ἱστῷ

돛대에게

ἱστοῖν

돛대들에게

ἱστοῖς

돛대들에게

대격 ἱστόν

돛대를

ἱστώ

돛대들을

ἱστούς

돛대들을

호격 ἱστέ

돛대야

ἱστώ

돛대들아

ἱστοί

돛대들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῆσ εἰσ τὴν Ἀσίαν γενομένησ ἡμῖν ἐπιστρατείασ, ἧσ ἴστε καὶ αὐτοί, τῇ τῶν θεῶν πρὸσ ἡμᾶσ ἀπροπτώτῳ συμμαχίᾳ καὶ τῇ ἡμετέρᾳ δὲ ρώμῃ κατὰ λόγον ἐπ’ ἄριστον τέλοσ ἀχθείσησ, (Septuagint, Liber Maccabees III 3:14)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:14)

  • ὅτι μὲν γὰρ καὶ ἡ θάλαττα ἱκανὴ προκαλέσασθαι καὶ εἰσ ἐπιθυμίαν ἐπισπάσασθαι ἐν γαλήνῃ φανεῖσα, ἴστε, κἂν μὴ εἴπω· (Lucian, De Domo, (no name) 12:1)

    (루키아노스, De Domo, (no name) 12:1)

  • πρέποι γὰρ ἄν, ὥσπερ οἱ θεοὶ δωτῆρεσ ἐάων εἰσίν, οὕτω δὲ καὶ ὑμῖν τοῖσ φίλοισ καὶ μαθηταῖσ αὐτῶν μετὰ πάσησ ἀληθείασ ἐξηγεῖσθαι περὶ ὧν ἴστε καὶ λύειν ἡμῖν τὰσ ἀπορίασ. (Lucian, 5:2)

    (루키아노스, 5:2)

  • "ἃ δὲ τὸν πατέρα ἔδρασεν καὶ πάνυ ἀκοῦσαι ἄξιον καίτοι πάντεσ ἴστε, καὶ ἀκηκόατε ὡσ ἀπέπνιξε τὸν γέροντα, οὐκ ἀνασχόμενοσ αὐτὸν ὑπὲρ ἑξήκοντα ἔτη ἤδη γηρῶντα. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:8)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:8)

  • ἀλλ’ εἰ καὶ οὗτοσ ἀγνοεῖ τὰ τότε, πάντεσ ὑμεῖσ ἴστε οἱᾶ ποιοῦντα αὐτὸν καὶ πάσχοντα καὶ ὅπωσ διακείμενον ἐγὼ παραλαβών, τῶν μὲν ἄλλων ἰατρῶν ἀπεγνωκότων, τῶν δὲ οἰκείων φευγόντων καὶ μηδὲ πλησίον προσιέναι τολμώντων, τοιοῦτον ἀπέφηνα ὡσ καὶ κατηγορεῖν δύνασθαι καὶ περὶ τῶν νόμων διαλέγεσθαι. (Lucian, Abdicatus, (no name) 14:2)

    (루키아노스, Abdicatus, (no name) 14:2)

유의어

  1. 돛대

  2. 별자리

  3. 기둥에 수직하는 난간

  4. 직조

  5. 거미줄

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION