- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἱστός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: histos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἱστός ἱστοῦ

형태분석: ἱστ (어간) + ος (어미)

어원: ἵστημι

  1. 돛대
  2. 별자리, 목자자리
  3. 기둥에 수직하는 난간, 광선
  4. 직조, 베짜기
  5. 거미줄, 웹
  1. mast
  2. shinbone
  3. an (unknown) constellation
  4. (weaving) beam (of a loom; see usage notes)
  5. (weaving) loom
  6. (weaving) web

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἱστός

돛대가

ἱστώ

돛대들이

ἱστοί

돛대들이

속격 ἱστοῦ

돛대의

ἱστοῖν

돛대들의

ἱστῶν

돛대들의

여격 ἱστῷ

돛대에게

ἱστοῖν

돛대들에게

ἱστοῖς

돛대들에게

대격 ἱστόν

돛대를

ἱστώ

돛대들을

ἱστούς

돛대들을

호격 ἱστέ

돛대야

ἱστώ

돛대들아

ἱστοί

돛대들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοιγαροῦν μενεῖς καὶ σὺ τῷ ἱστῷ προσπεπατταλευμένος. (Lucian, Cataplus, (no name) 13:18)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 13:18)

  • ταύτας παραπλέων Ὀδυσσεύς, τῆς ᾠδῆς βουλόμενος ὑπακοῦσαι, Κίρκης ὑποθεμένης τῶν μὲν ἑταίρων τὰ ὦτα ἔβυσε κηρῷ, ἑαυτὸν δὲ ἐκέλευσε προσδεθῆναι τῷ ἱστῷ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 19:2)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book E, chapter 7 19:2)

  • ἱστῷ νηὸς προσηλωθῆναι. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 4 1:1)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 4 1:1)

  • αὐτοῦ δ ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσιν, ἠδὲ καὶ ἱστῷ κεκλιμένῳ μάλα πάντες ἐπισχερὼ ἑδριόωντο. (Apollodorus, Argonautica, book 1 7:9)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 7:9)

  • ἀκούσας δὲ ὅτι Ἔρως ὁ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ διοικῶν ὄρτυγα τὸν κρατοῦντα πάντων ἐν τῷ μάχεσθαι καὶ ἀήττητον ὄντα πριάμενος ὀπτήσας κατέφαγε, μετεπέμψατο αὐτὸν καὶ ἀνέκρινεν ὁμολογήσαντα σὲ ἐκέλευσεν ἱστῷ νηὸς προσηλωθῆναι. (Plutarch, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 41)

    (플루타르코스, Regum et imperatorum apophthegmata, , section 41)

  • ἵστω. (Euripides, Rhesus, episode, trochees4)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, trochees4)

  • τούτῳ γὰρ τῷ διαστήματι περιωρίσθω ἡμῖν ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ πολυμαθία καὶ τὰ διὰ μέσου μάλιστα ἴστω, Οὐρανοῦ τομήν, Ἀφροδίτης γονάς, Τιτάνων μάχην, Διὸς γένεσιν, Ῥέας ἀπάτην, λίθου ὑποβολήν, Κρόνου δεσμά, τὸν τῶν τριῶν ἀδελφῶν κλῆρον. (Lucian, De saltatione, (no name) 37:2)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 37:2)

  • ὅστις δέ μ εἶναί φησι μῶρον, εἰ λαβὼν νέαν ἐς οἴκους παρθένον μὴ θιγγάνω, γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον ἴστω καὐτὸς αὖ τοιοῦτος ὤν. (Euripides, episode 4:1)

    (에우리피데스, episode 4:1)

  • ἴστω δ, ὅταν τις διολέσας δάμαρτά του κρυπταῖσιν εὐναῖς εἶτ ἀναγκασθῇ λαβεῖν, δύστηνός ἐστιν, εἰ δοκεῖ τὸ σωφρονεῖν ἐκεῖ μὲν αὐτὴν οὐκ ἔχειν, παρ οἷ δ ἔχειν. (Euripides, episode 2:3)

    (에우리피데스, episode 2:3)

유의어

  1. 돛대

  2. 별자리

  3. 기둥에 수직하는 난간

  4. 직조

  5. 거미줄

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION