- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κλωστής?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: klōstēs 고전 발음: [로:떼:] 신약 발음: []

기본형: κλωστής κλωστοῦ

형태분석: κλωστ (어간) + ης (어미)

  1. 거미줄, 웹
  1. a web

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κλωστής

거미줄이

κλωστά

거미줄들이

κλωσταί

거미줄들이

속격 κλωστοῦ

거미줄의

κλωσταῖν

거미줄들의

κλωστῶν

거미줄들의

여격 κλωστῇ

거미줄에게

κλωσταῖν

거미줄들에게

κλωσταῖς

거미줄들에게

대격 κλωστήν

거미줄을

κλωστά

거미줄들을

κλωστάς

거미줄들을

호격 κλωστά

거미줄아

κλωστά

거미줄들아

κλωσταί

거미줄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κλωστοῦ δ ἀμφιβόλοις λίνοιο ναὸς ὡσεὶ σκάφος κελαινόν, εἰς ἕδρανα λάινα δάπεδά τε φόνια πατρί- δι Παλλάδος θέσαν θεᾶς. (Euripides, The Trojan Women, choral, antistrophe 12)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, antistrophe 12)

  • ἐξάψαντας δὲ τοῦ ἕδους κρόκην κλωστὴν καὶ ταύτης ἐχομένους, ὡς ἐγένοντο περὶ τὰς σεμνὰς θεὰς καταβαίνοντες, αὐτομάτως τῆς κρόκης ῥαγείσης, ὡρ´μησε συλλαμβάνειν ὁ Μεγακλῆς καὶ οἱ συνάρχοντες, ὡς τῆς θεοῦ τὴν ἱκεσίαν ἀπολεγομένης: (Plutarch, , chapter 12 1:2)

    (플루타르코스, , chapter 12 1:2)

  • Μηδεὶς δ ἐξ ὑμῶν κλωστὴν ἐξ ἐρίου καὶ λίνου στολὴν φορείτω: (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 4 266:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 4 266:1)

  • βούλεται δὲ τοῦτο συνακτῆρα μὲν δηλοῦν, διάζωμα δ ἐστὶ περὶ τὰ αἰδοῖα ῥαπτὸν ἐκ βύσσου κλωστῆς εἰργασμένον ἐμβαινόντων εἰς αὐτὸ τῶν ποδῶν ὥσπερ εἰς ἀναξυρίδας, ἀποτέμνεται δὲ ὑπὲρ ἥμισυ καὶ τελευτῆσαν ἄχρι τῆς λαγόνος περὶ αὐτὴν ἀποσφίγγεται. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 191:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 3 191:2)

유의어

  1. 거미줄

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION