Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐρύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐρύς εὐρεῖα εὐρύ

Structure: εὐρυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. wide, broad, spacious, especially of heaven, earth, and sea

Examples

  • ὡσαύτωσ δὲ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν καρδίαν ἐκ τῆσ δεξιᾶσ κοιλίασ εἰσ τὴν ἀριστερὰν ἕλκεται τὸ λεπτότατον ἔχοντόσ τινα τρήματα τοῦ μέσου διαφράγματοσ αὐτῶν, ἃ μέχρι μὲν πλείστου δυνατόν ἐστιν ἰδεῖν, οἱο͂ν βοθύνουσ τινὰσ ἐξ εὐρυτέρου στόματοσ ἀεὶ καὶ μᾶλλον εἰσ στενότερον προϊόντασ. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 158)
  • σχῆμα δὲ τοῦ ὑποθήματοσ κατὰ πύργον μάλιστα ἐσ μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ κάτω· (Pausanias, Description of Greece, , chapter 16 3:1)

Related

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION