헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐργάζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐργάζομαι ἐργάσομαι εἰργασάμην εἴργασμαι

형태분석: ἐργάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: e)/rgon

  1. 근무하다, 일하다, 애쓰다
  2. 만들다, 하다, 제작하다
  3. 하다, 수행하다, 기념하다
  4. 연습하다, 외우다, 자백하다
  5. 야기시키다, 유발시키다
  1. I work, labour
  2. I work at, make
  3. I do, perform
  4. (with double accusative) I do something to someone; esp. do someone ill
  5. I work a material
  6. I earn by working
  7. I work at, practice
  8. Module:Quotations:218: attempt to compare number with nil
  9. I cause

참고

미완료 시제 혹은 단순 과거 시제 형성시 e + eeih로 축약될 수 있음.

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐργάζομαι

(나는) 근무한다

ἐργάζει, ἐργάζῃ

(너는) 근무한다

ἐργάζεται

(그는) 근무한다

쌍수 ἐργάζεσθον

(너희 둘은) 근무한다

ἐργάζεσθον

(그 둘은) 근무한다

복수 ἐργαζόμεθα

(우리는) 근무한다

ἐργάζεσθε

(너희는) 근무한다

ἐργάζονται

(그들은) 근무한다

접속법단수 ἐργάζωμαι

(나는) 근무하자

ἐργάζῃ

(너는) 근무하자

ἐργάζηται

(그는) 근무하자

쌍수 ἐργάζησθον

(너희 둘은) 근무하자

ἐργάζησθον

(그 둘은) 근무하자

복수 ἐργαζώμεθα

(우리는) 근무하자

ἐργάζησθε

(너희는) 근무하자

ἐργάζωνται

(그들은) 근무하자

기원법단수 ἐργαζοίμην

(나는) 근무하기를 (바라다)

ἐργάζοιο

(너는) 근무하기를 (바라다)

ἐργάζοιτο

(그는) 근무하기를 (바라다)

쌍수 ἐργάζοισθον

(너희 둘은) 근무하기를 (바라다)

ἐργαζοίσθην

(그 둘은) 근무하기를 (바라다)

복수 ἐργαζοίμεθα

(우리는) 근무하기를 (바라다)

ἐργάζοισθε

(너희는) 근무하기를 (바라다)

ἐργάζοιντο

(그들은) 근무하기를 (바라다)

명령법단수 ἐργάζου

(너는) 근무해라

ἐργαζέσθω

(그는) 근무해라

쌍수 ἐργάζεσθον

(너희 둘은) 근무해라

ἐργαζέσθων

(그 둘은) 근무해라

복수 ἐργάζεσθε

(너희는) 근무해라

ἐργαζέσθων, ἐργαζέσθωσαν

(그들은) 근무해라

부정사 ἐργάζεσθαι

근무하는 것

분사 남성여성중성
ἐργαζομενος

ἐργαζομενου

ἐργαζομενη

ἐργαζομενης

ἐργαζομενον

ἐργαζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐργάσομαι

(나는) 근무하겠다

ἐργάσει, ἐργάσῃ

(너는) 근무하겠다

ἐργάσεται

(그는) 근무하겠다

쌍수 ἐργάσεσθον

(너희 둘은) 근무하겠다

ἐργάσεσθον

(그 둘은) 근무하겠다

복수 ἐργασόμεθα

(우리는) 근무하겠다

ἐργάσεσθε

(너희는) 근무하겠다

ἐργάσονται

(그들은) 근무하겠다

기원법단수 ἐργασοίμην

(나는) 근무하겠기를 (바라다)

ἐργάσοιο

(너는) 근무하겠기를 (바라다)

ἐργάσοιτο

(그는) 근무하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐργάσοισθον

(너희 둘은) 근무하겠기를 (바라다)

ἐργασοίσθην

(그 둘은) 근무하겠기를 (바라다)

복수 ἐργασοίμεθα

(우리는) 근무하겠기를 (바라다)

ἐργάσοισθε

(너희는) 근무하겠기를 (바라다)

ἐργάσοιντο

(그들은) 근무하겠기를 (바라다)

부정사 ἐργάσεσθαι

근무할 것

분사 남성여성중성
ἐργασομενος

ἐργασομενου

ἐργασομενη

ἐργασομενης

ἐργασομενον

ἐργασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰργαζόμην

(나는) 근무하고 있었다

εἰργάζου

(너는) 근무하고 있었다

εἰργάζετο

(그는) 근무하고 있었다

쌍수 εἰργάζεσθον

(너희 둘은) 근무하고 있었다

εἰργαζέσθην

(그 둘은) 근무하고 있었다

복수 εἰργαζόμεθα

(우리는) 근무하고 있었다

εἰργάζεσθε

(너희는) 근무하고 있었다

εἰργάζοντο

(그들은) 근무하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰργάσαμην

(나는) 근무했다

εἰργάσω

(너는) 근무했다

εί̓ργασατο

(그는) 근무했다

쌍수 εί̓ργασασθον

(너희 둘은) 근무했다

εἰργᾶσασθην

(그 둘은) 근무했다

복수 εἰργάσαμεθα

(우리는) 근무했다

εί̓ργασασθε

(너희는) 근무했다

εἰργάσαντο

(그들은) 근무했다

접속법단수 ἐργάσωμαι

(나는) 근무했자

ἐργάσῃ

(너는) 근무했자

ἐργάσηται

(그는) 근무했자

쌍수 ἐργάσησθον

(너희 둘은) 근무했자

ἐργάσησθον

(그 둘은) 근무했자

복수 ἐργασώμεθα

(우리는) 근무했자

ἐργάσησθε

(너희는) 근무했자

ἐργάσωνται

(그들은) 근무했자

기원법단수 ἐργασαίμην

(나는) 근무했기를 (바라다)

ἐργάσαιο

(너는) 근무했기를 (바라다)

ἐργάσαιτο

(그는) 근무했기를 (바라다)

쌍수 ἐργάσαισθον

(너희 둘은) 근무했기를 (바라다)

ἐργασαίσθην

(그 둘은) 근무했기를 (바라다)

복수 ἐργασαίμεθα

(우리는) 근무했기를 (바라다)

ἐργάσαισθε

(너희는) 근무했기를 (바라다)

ἐργάσαιντο

(그들은) 근무했기를 (바라다)

명령법단수 έ̓ργασαι

(너는) 근무했어라

ἐργασάσθω

(그는) 근무했어라

쌍수 ἐργάσασθον

(너희 둘은) 근무했어라

ἐργασάσθων

(그 둘은) 근무했어라

복수 ἐργάσασθε

(너희는) 근무했어라

ἐργασάσθων

(그들은) 근무했어라

부정사 ἐργάσεσθαι

근무했는 것

분사 남성여성중성
ἐργασαμενος

ἐργασαμενου

ἐργασαμενη

ἐργασαμενης

ἐργασαμενον

ἐργασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δεῖ μέντοι τοῖσ μέλλουσιν ἀνθρώποισ ἕξειν ὅ τι εἰσφέρωσιν εἰσ τὸ στεγνὸν τοῦ ἐργασομένου τὰσ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ἐργασίασ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 21:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 7 21:1)

  • δεῖ δ’ αὖ, ἐπειδὰν ταῦτα εἰσενεχθῇ εἰσ τὸ στεγνόν, καὶ τοῦ σώσοντοσ ταῦτα καὶ τοῦ ἐργασομένου δ’ ἃ τῶν στεγνῶν ἔργα δεόμενά ἐστι. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 7 22:1)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 7 22:1)

  • φόβον δὲ καὶ δόξαν ἐμφήνασ ἐργασομένου τι δεινόν, ἐπὶ τῶν ὀνειδῶν ἔληξε, καὶ τοὺσ μὲν ἵππουσ αὐτῶν καὶ τὸν σῖτον καὶ χρήματα ὅσα κοινὰ ἦν, ἢ εἴ τισ ἄλλη δημοσία παρασκευή, πάντα περιεῖλε, τὴν δὲ πόλιν αὖθισ οἰκεῖν ἔδωκεν ἐξ ἀέλπτου. (Appian, The Foreign Wars, chapter 12 5:3)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 12 5:3)

  • Ἐνοχλούντων δὲ αὐτῷ καὶ τῶν ἡγεμόνων καὶ κελευόντων νῦν μὲν ἀποχρήσασθαι τοῦ στρατοῦ τῇ προθυμίᾳ, τάχα τι λαμπρὸν ἐργασομένου, ἢν δ’ ἀντιπίπτῃ τι παρὰ τὴν μάχην, ἐπανιέναι πάλιν ἐσ τὰ τείχη καὶ προβάλλεσθαι τὰ αὐτὰ χαρακώματα, χαλεπήνασ ὁ Βροῦτοσ τοῖσδε μάλιστα ἡγεμόσιν οὖσι καὶ περιαλγήσασ, ὅτι τὸν αὐτόν οἱ κίνδυνον ἐπικείμενοι συμφέρονται τῷ στρατῷ κουφόνωσ, ἀμφίβολον καὶ ὀξεῖαν τύχην προτιθέντι νίκησ ἀκινδύνου, εἶξεν ἐπ’ οἰκείῳ καὶ σφῶν ἐκείνων ὀλέθρῳ, τοσόνδε ἐπιμεμψάμενοσ αὐτοῖσ· (Appian, The Civil Wars, book 4, chapter 16 8:1)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 4, chapter 16 8:1)

유의어

  1. 근무하다

  2. 만들다

  3. 하다

  4. I do something to someone

  5. 연습하다

  6. Module

  7. 야기시키다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION