헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνεργάζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συνεργάζομαι συνεργάσομαι συνειργασάμην συνείργασμαι

형태분석: συν (접두사) + ἐργάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 기여하다, 돕다, 도와주다, 유용하다
  1. I work with, cooperate; I contribute

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεργάζομαι

(나는) 기여한다

συνεργάζει, συνεργάζῃ

(너는) 기여한다

συνεργάζεται

(그는) 기여한다

쌍수 συνεργάζεσθον

(너희 둘은) 기여한다

συνεργάζεσθον

(그 둘은) 기여한다

복수 συνεργαζόμεθα

(우리는) 기여한다

συνεργάζεσθε

(너희는) 기여한다

συνεργάζονται

(그들은) 기여한다

접속법단수 συνεργάζωμαι

(나는) 기여하자

συνεργάζῃ

(너는) 기여하자

συνεργάζηται

(그는) 기여하자

쌍수 συνεργάζησθον

(너희 둘은) 기여하자

συνεργάζησθον

(그 둘은) 기여하자

복수 συνεργαζώμεθα

(우리는) 기여하자

συνεργάζησθε

(너희는) 기여하자

συνεργάζωνται

(그들은) 기여하자

기원법단수 συνεργαζοίμην

(나는) 기여하기를 (바라다)

συνεργάζοιο

(너는) 기여하기를 (바라다)

συνεργάζοιτο

(그는) 기여하기를 (바라다)

쌍수 συνεργάζοισθον

(너희 둘은) 기여하기를 (바라다)

συνεργαζοίσθην

(그 둘은) 기여하기를 (바라다)

복수 συνεργαζοίμεθα

(우리는) 기여하기를 (바라다)

συνεργάζοισθε

(너희는) 기여하기를 (바라다)

συνεργάζοιντο

(그들은) 기여하기를 (바라다)

명령법단수 συνεργάζου

(너는) 기여해라

συνεργαζέσθω

(그는) 기여해라

쌍수 συνεργάζεσθον

(너희 둘은) 기여해라

συνεργαζέσθων

(그 둘은) 기여해라

복수 συνεργάζεσθε

(너희는) 기여해라

συνεργαζέσθων, συνεργαζέσθωσαν

(그들은) 기여해라

부정사 συνεργάζεσθαι

기여하는 것

분사 남성여성중성
συνεργαζομενος

συνεργαζομενου

συνεργαζομενη

συνεργαζομενης

συνεργαζομενον

συνεργαζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεργάσομαι

(나는) 기여하겠다

συνεργάσει, συνεργάσῃ

(너는) 기여하겠다

συνεργάσεται

(그는) 기여하겠다

쌍수 συνεργάσεσθον

(너희 둘은) 기여하겠다

συνεργάσεσθον

(그 둘은) 기여하겠다

복수 συνεργασόμεθα

(우리는) 기여하겠다

συνεργάσεσθε

(너희는) 기여하겠다

συνεργάσονται

(그들은) 기여하겠다

기원법단수 συνεργασοίμην

(나는) 기여하겠기를 (바라다)

συνεργάσοιο

(너는) 기여하겠기를 (바라다)

συνεργάσοιτο

(그는) 기여하겠기를 (바라다)

쌍수 συνεργάσοισθον

(너희 둘은) 기여하겠기를 (바라다)

συνεργασοίσθην

(그 둘은) 기여하겠기를 (바라다)

복수 συνεργασοίμεθα

(우리는) 기여하겠기를 (바라다)

συνεργάσοισθε

(너희는) 기여하겠기를 (바라다)

συνεργάσοιντο

(그들은) 기여하겠기를 (바라다)

부정사 συνεργάσεσθαι

기여할 것

분사 남성여성중성
συνεργασομενος

συνεργασομενου

συνεργασομενη

συνεργασομενης

συνεργασομενον

συνεργασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνειργαζόμην

(나는) 기여하고 있었다

συνειργάζου

(너는) 기여하고 있었다

συνειργάζετο

(그는) 기여하고 있었다

쌍수 συνειργάζεσθον

(너희 둘은) 기여하고 있었다

συνειργαζέσθην

(그 둘은) 기여하고 있었다

복수 συνειργαζόμεθα

(우리는) 기여하고 있었다

συνειργάζεσθε

(너희는) 기여하고 있었다

συνειργάζοντο

(그들은) 기여하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνειργάσαμην

(나는) 기여했다

συνειργάσω

(너는) 기여했다

συνείργασατο

(그는) 기여했다

쌍수 συνείργασασθον

(너희 둘은) 기여했다

συνειργᾶσασθην

(그 둘은) 기여했다

복수 συνειργάσαμεθα

(우리는) 기여했다

συνείργασασθε

(너희는) 기여했다

συνειργάσαντο

(그들은) 기여했다

접속법단수 συνεργάσωμαι

(나는) 기여했자

συνεργάσῃ

(너는) 기여했자

συνεργάσηται

(그는) 기여했자

쌍수 συνεργάσησθον

(너희 둘은) 기여했자

συνεργάσησθον

(그 둘은) 기여했자

복수 συνεργασώμεθα

(우리는) 기여했자

συνεργάσησθε

(너희는) 기여했자

συνεργάσωνται

(그들은) 기여했자

기원법단수 συνεργασαίμην

(나는) 기여했기를 (바라다)

συνεργάσαιο

(너는) 기여했기를 (바라다)

συνεργάσαιτο

(그는) 기여했기를 (바라다)

쌍수 συνεργάσαισθον

(너희 둘은) 기여했기를 (바라다)

συνεργασαίσθην

(그 둘은) 기여했기를 (바라다)

복수 συνεργασαίμεθα

(우리는) 기여했기를 (바라다)

συνεργάσαισθε

(너희는) 기여했기를 (바라다)

συνεργάσαιντο

(그들은) 기여했기를 (바라다)

명령법단수 συνέργασαι

(너는) 기여했어라

συνεργασάσθω

(그는) 기여했어라

쌍수 συνεργάσασθον

(너희 둘은) 기여했어라

συνεργασάσθων

(그 둘은) 기여했어라

복수 συνεργάσασθε

(너희는) 기여했어라

συνεργασάσθων

(그들은) 기여했어라

부정사 συνεργάσεσθαι

기여했는 것

분사 남성여성중성
συνεργασαμενος

συνεργασαμενου

συνεργασαμενη

συνεργασαμενης

συνεργασαμενον

συνεργασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ποιησάμενοι νεοττιὰσ οὐκ ἐπιβουλεύουσιν αὑτοῖσ οὐδὲ διαφέρονται περὶ τροφῆσ καὶ φρυγάνων, οὐδὲ μύρμηκεσ πλησίον ὀπὰσ ἔχοντεσ, ἐκ τῆσ αὐτῆσ ἅλω πολλάκισ εἰσφερόμενοι σῖτον, ἀλλὰ παραχωροῦσιν αὑτοῖσ καὶ τῶν ὁδῶν ἐκτρέπονται καὶ συνεργάζονται πολλάκισ, οὐδὲ ἑσμοὶ πλείονεσ μελιττῶν, ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν νεμόμενοι λειμῶνα, τῶν ἔργων ἀμελήσαντεσ περὶ τῶν ἀνθῶν τῆσ δρόσου διαφέρονται. (Dio, Chrysostom, Orationes, 71:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 71:1)

  • συνεργάζονται δὲ καὶ ζῶσιν ἅμα, καὶ παρέχουσαι τὴν τροφὴν αὑταῖσ καὶ χρώμεναι . (Dio, Chrysostom, Orationes, 30:4)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 30:4)

  • τὸ μὲν δὴ ἀκάτιον εἰσ τραχύν τινα αἰγιαλὸν ὑπὸ τοῖσ κρημνοῖσ ἐκβαλόντεσ διέφθειραν, αὐτοὶ δὲ ἀπεχώρησαν πρόσ τινασ πορφυρεῖσὑφορμοῦντασ ἐπὶ τῇ πλησίον χηλῇ, κἀκείνοισ συνεργάζεσθαι διενοοῦντο αὐτοῦ μένοντεσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 2:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 2:3)

  • τά τε γὰρ δόρατα ἰσχυρὰ καὶ μακρὰ ἔτι καὶ νῦν ἔχουσιν, αἵ τε ἀσπίδεσ πολὺ μᾶλλον τῶν θωράκων καὶ τῶν γέρρων καὶ στεγάζουσι τὰ σώματα καὶ πρὸσ τὸ ὠθεῖσθαι συνεργάζονται πρὸσ τοῖσ ὤμοισ οὖσαι. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 42:3)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 1 42:3)

  • εἰσέρχεται δὲ ἔμοιγε καὶ τὰ τῶν δύο τῶν σωτήρων θεῶν, οἳ τὴν γῆν ἅπασαν κατειληφότεσ σώζουσι κοινῇ καὶ συνεργάζονται, παρ’ ἀλλήλουσ τε πέμποντεσ καὶ τὰσ εὐεργεσίασ τὰσ παρ’ ἑαυτῶν καὶ τὰσ παρὰ τῶν ἀνθρώπων εὐχαριστίασ κοινὰσ ποιούμενοι· (Aristides, Aelius, Orationes, 10:6)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 10:6)

유의어

  1. 기여하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION