ἐνεργάζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνεργάζομαι
ἐνεργάσομαι
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
ἐργάζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to make or produce in, to be placed in
- to work for hire in, to trade
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- εὑρὼν γὰρ τὰσ Ἐπικούρου κυρίασ δόξασ, τὸ κάλλιστον, ὡσ οἶσθα, τῶν βιβλίων καὶ κεφαλαιώδη περιέχον τῆσ τἀνδρὸσ σοφίασ τὰ δόγματα, κομίσασ εἰσ τὴν ἀγορὰν μέσην ἔκαυσεν ἐπὶ ξύλων συκίνων ὡσ δῆθεν αὐτὸν καταφλέγων, καὶ τὴν σποδὸν εἰσ τὴν θάλασσαν ἐξέβαλεν, ἔτι καὶ χρησμὸν ἐπιφθεγξάμενοσ Πυρπολέειν κέλομαι δόξασ ἀλαοῖο γέροντοσ οὐκ εἰδὼσ ὁ κατάρατοσ ὅσων ἀγαθῶν τὸ βιβλίον ἐκεῖνο τοῖσ ἐντυχοῦσιν αἴτιον γίγνεται, καὶ ὅσην αὐτοῖσ εἰρήνην καὶ ἀταραξίαν καὶ ἐλευθερίαν ἐνεργάζεται, δειμάτων μὲν καὶ φασμάτων καὶ τεράτων ἀπαλλάττον καὶ ἐλπίδων ματαίων καὶ περιττῶν ἐπιθυμιῶν, νοῦν δὲ καὶ ἀλήθειαν ἐντιθὲν καὶ καθαῖρον ὡσ ἀληθῶσ τὰσ γνώμασ, οὐχ ὑπὸ δᾳδὶ καὶ σκίλλῃ καὶ ταῖσ τοιαύταισ φλυαρίαισ, ἀλλὰ λόγῳ ὀρθῷ καὶ ἀληθείᾳ καὶ παρρησίᾳ. (Lucian, Alexander, (no name) 47:2)
(루키아노스, Alexander, (no name) 47:2)
- οἱ δ’ ἐπιμελέστερον τεθαλαττωμένοι οἶνοι ἀκραίπαλοὶ τέ εἰσι καὶ κοιλίασ λύουσιν ἐπιδάκνουσὶ τε τὸν στόμαχον ἐμφυσήσεισ τε ἐνεργάζονται καὶ συγκατεργάζονται τὴν τροφήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:3)
(아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 59 1:3)
- καίτοι τίσ ἄσκησισ ἑτέρα μείζονα ὠφέλειαν ἐνεργάζεται ταῖσ ψυχαῖσ ἢ διάθεσιν κρείττονα τῆσ ἀφαιρούσησ τὸ δύσζηλον ἡμῶν καὶ φιλόφθονον; (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 9 7:1)
(플루타르코스, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 9 7:1)
- ἐκστάσεισ γάρ εἰσιν εἰδῶν καὶ ἀναιρέσεισ οὐσιῶν, οὐ φύσεισ τινὲσ οὐδ’ οὐσίαι καθ’ ἑαυτάσ ἡ δὲ ψυχρότησ οὐκ ἐλάττονα τῆσ θερμότητοσ ἐγγιγνομένη τοῖσ σώμασι πάθη καὶ μεταβολὰσ ἐνεργάζεσθαι πέφυκε· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 2 1:4)
(플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 2 1:4)
- καὶ τὸ ψυχρόν, ὅπερ ἦν δύναμισ αὐτῆσ, τῷ πυκνοῦν καὶ συνωθεῖν καὶ ἀποθλίβειν τὰ ὑγρὰ φρίκασ καὶ τρόμουσ διὰ τὴν ἀνωμαλίαν ἐνεργάζεται τοῖσ σώμασιν· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 21 2:1)
(플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 21 2:1)
유의어
-
to make or produce in
-
to work for hire in
파생어
- ἀπεργάζομαι (마무르다, , )
- διεργάζομαι (파괴하다, 죽이다, 파멸시키다)
- ἐξεργάζομαι (마무르다, 생성하다, 만들어내다)
- ἐπεξεργάζομαι (to effect besides, to slay over again)
- ἐπεργάζομαι (to cultivate besides, encroach upon)
- ἐργάζομαι (근무하다, 일하다, 애쓰다)
- κατεργάζομαι (수행하다, 이룩하다, 이루다)
- περιεργάζομαι (to take more pains than enough about, to waste one's labour on, that they had overdone it)
- προεργάζομαι (to do or work at beforehand, former deeds, won before)
- προσεργάζομαι (하다, 같이하다, 만들다)
- συνεργάζομαι (기여하다, 돕다, 도와주다)