ἐνεργάζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνεργάζομαι
ἐνεργάσομαι
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
ἐργάζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to make or produce in, to be placed in
- to work for hire in, to trade
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐκστάσεισ γάρ εἰσιν εἰδῶν καὶ ἀναιρέσεισ οὐσιῶν, οὐ φύσεισ τινὲσ οὐδ’ οὐσίαι καθ’ ἑαυτάσ ἡ δὲ ψυχρότησ οὐκ ἐλάττονα τῆσ θερμότητοσ ἐγγιγνομένη τοῖσ σώμασι πάθη καὶ μεταβολὰσ ἐνεργάζεσθαι πέφυκε· (Plutarch, De primo frigido, chapter, section 2 1:4)
(플루타르코스, De primo frigido, chapter, section 2 1:4)
- ἔτι δὲ αἱ μὲν ῥᾳδιουργίαι καὶ ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἡδοναὶ οὔτε σώματι εὐεξίαν ἱκαναί εἰσιν ἐνεργάζεσθαι, ὥσ φασιν οἱ γυμνασταί, οὔτε ψυχῇ ἐπιστήμην ἀξιόλογον οὐδεμίαν ἐμποιοῦσιν, αἱ δὲ διὰ καρτερίασ ἐπιμέλειαι τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων ἐξικνεῖσθαι ποιοῦσιν, ὥσ φασιν οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρεσ. (Xenophon, Memorabilia, , chapter 1 21:1)
(크세노폰, Memorabilia, , chapter 1 21:1)
- οὕτωσ μοι δοκεῖ πᾶν τὸ γινόμενον ἀληθινῶσ ἐνεργάζεσθαί τινα δυσεξάλειπτον εὔνοιαν τοῖσ εὖ παθοῦσι. (Polybius, Histories, book 39, chapter 3 1:2)
(폴리비오스, Histories, book 39, chapter 3 1:2)
유의어
-
to make or produce in
-
to work for hire in
파생어
- ἀπεργάζομαι (마무르다, , )
- διεργάζομαι (파괴하다, 죽이다, 파멸시키다)
- ἐξεργάζομαι (마무르다, 생성하다, 만들어내다)
- ἐπεξεργάζομαι (to effect besides, to slay over again)
- ἐπεργάζομαι (to cultivate besides, encroach upon)
- ἐργάζομαι (근무하다, 일하다, 애쓰다)
- κατεργάζομαι (수행하다, 이룩하다, 이루다)
- περιεργάζομαι (to take more pains than enough about, to waste one's labour on, that they had overdone it)
- προεργάζομαι (to do or work at beforehand, former deeds, won before)
- προσεργάζομαι (하다, 같이하다, 만들다)
- συνεργάζομαι (기여하다, 돕다, 도와주다)