ἐνεργάζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ἐνεργάζομαι
ἐνεργάσομαι
형태분석:
ἐν
(접두사)
+
ἐργάζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to make or produce in, to be placed in
- to work for hire in, to trade
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- μετὰ δὲ ταῦτα καλλίστην ἀρχόμενοσ ἐκ θεῶν ἀρχήν, καὶ διδάσκων τὸν δῆμον ὡσ ὀλιγωρίᾳ καὶ περιφρονήσει τοῦ στρατηγοῦ πρὸσ τὸ δαιμόνιον, οὐ μοχθηρίᾳ τῶν ἀγωνισαμένων σφαλέντα, προὔτρεπε μὴ δεδιέναι τοὺσ ἐχθρούσ, ἀλλὰ τοὺσ θεοὺσ ἐξευμενίζεσθαι καὶ τιμᾶν, οὐ δεισιδαιμονίαν ἐνεργαζόμενοσ, ἀλλὰ θαρρύνων εὐσεβείᾳ τὴν ἀρετὴν καὶ ταῖσ παρὰ τῶν θεῶν ἐλπίσι τὸν ἀπὸ τῶν πολεμίων φόβον ἀφαιρῶν καὶ παραμυθούμενοσ. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 4 3:1)
(플루타르코스, Fabius Maximus, chapter 4 3:1)
- Πόπλιοσ δὲ παραπλησίωσ ἐνεργαζόμενοσ αἰεὶ δόξαν τοῖσ πολλοῖσ ὡσ μετά τινοσ θείασ ἐπιπνοίασ ποιούμενοσ τὰσ ἐπιβολάσ, εὐθαρσεστέρουσ καὶ προθυμοτέρουσ κατεσκεύαζε τοὺσ ὑποταττομένουσ πρὸσ τὰ δεινὰ τῶν ἔργων. (Polybius, Histories, book 10, ii. res hispaniae 12:1)
(폴리비오스, Histories, book 10, ii. res hispaniae 12:1)
유의어
-
to make or produce in
-
to work for hire in
파생어
- ἀπεργάζομαι (마무르다, , )
- διεργάζομαι (파괴하다, 죽이다, 파멸시키다)
- ἐξεργάζομαι (마무르다, 생성하다, 만들어내다)
- ἐπεξεργάζομαι (to effect besides, to slay over again)
- ἐπεργάζομαι (to cultivate besides, encroach upon)
- ἐργάζομαι (근무하다, 일하다, 애쓰다)
- κατεργάζομαι (수행하다, 이룩하다, 이루다)
- περιεργάζομαι (to take more pains than enough about, to waste one's labour on, that they had overdone it)
- προεργάζομαι (to do or work at beforehand, former deeds, won before)
- προσεργάζομαι (하다, 같이하다, 만들다)
- συνεργάζομαι (기여하다, 돕다, 도와주다)