ἐπιτείνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐπιτείνω
ἐπιτενῶ
Structure:
ἐπι
(Prefix)
+
τείν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to stretch upon or over
- to stretch as on a frame, tighten, to increase in intensity, to increase, augment
- to urge on, incite, to exert
- to be stretched
- to be on the stretch, to be strained or contracted, to devote oneself
- to hold out, endure
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἢ τῷ μὲν Ἀχιλλεῖ πιστεύομεν τὴν ὄψιν τῶν ὅπλων ἐπιτεῖναι κατὰ τῶν Φρυγῶν τὴν ὀργήν, καὶ ἐπεὶ ἐνέδυ αὐτὰ πειρώμενοσ, ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι, πρὸσ τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν, λόγου δὲ σπουδὴν μὴ ἐπιτείνεσθαι πρὸσ κάλλη χωρίων; (Lucian, De Domo, (no name) 4:5)
- καί μοι ἔδοξεν ὁμοιότατον πεπονθέναι ὥσπερ ἂν εἴ τισ λέγων ὅτι Σωκράτησ πάντα ὅσα πράττει νῷ πράττει, κἄπειτα ἐπιχειρήσασ λέγειν τὰσ αἰτίασ ἑκάστων ὧν πράττω, λέγοι πρῶτον μὲν ὅτι διὰ ταῦτα νῦν ἐνθάδε κάθημαι, ὅτι σύγκειταί μου τὸ σῶμα ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων, καὶ τὰ μὲν ὀστᾶ ἐστιν στερεὰ καὶ διαφυὰσ ἔχει χωρὶσ ἀπ’ ἀλλήλων, τὰ δὲ νεῦρα οἱᾶ ἐπιτείνεσθαι καὶ ἀνίεσθαι, περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾶ μετὰ τῶν σαρκῶν καὶ δέρματοσ ὃ συνέχει αὐτά· (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 690:1)
- ἀδύνατον γὰρ ἀπὸ τῶν καταλλήλων ἔργων μὴ καὶ τὰσ ἕξεισ καὶ τὰσ δυνάμεισ τὰσ μὲν ἐμφύεσθαι μὴ πρότερον οὔσασ, τὰσ δ’ ἐπιτείνεσθαι καὶ ἰσχυροποιεῖσθαι. (Epictetus, Works, book 2, 7:1)
- τοιαύτησ δ’ οὔσησ καὶ ἀπὸ τῶν τόπων λυπρότητοσ ἐνίοισ καὶ τῶν ὀρῶν, εἰκὸσ ἐπιτείνεσθαι τὴν τοιαύτην ἀτοπίαν. (Strabo, Geography, book 3, chapter 3 16:5)
- Καθ’ ὅλην δὲ τὴν τῆσ Ἐρυθρᾶσ παραλίαν κατὰ βυθοῦ φύεται δένδρα ὅμοια δάφνῃ καὶ ἐλαίᾳ, ταῖσ μὲν ἀμπώτεσιν ὅλα ὑπερφανῆ γινόμενα, ταῖσ δὲ πλημμυρίσιν ἔσθ’ ὅτε ὅλα καλυπτόμενα, καὶ ταῦτα τῆσ ὑπερκειμένησ γῆσ ἀδένδρου οὔσησ, ὥστε ἐπιτείνεσθαι τὸ παράδοξον. (Strabo, Geography, book 16, chapter 3 12:1)
Synonyms
-
to stretch upon or over
-
to urge on
-
to be stretched
-
to hold out
Derived
- ἀνατείνω (to stretch up, hold up, to lift up)
- ἀποτείνω (to stretch out, extend, to lengthen)
- διατείνω (to stretch to the uttermost, to stretch out, to extend)
- ἐκτείνω (I stretch out, I prolong, draw out)
- ἐντείνω (to stretch or strain tight, is hung on tight-stretched straps, a)
- ἐπανατείνω (to stretch out and hold up, to hold out, to hold over)
- ἐπεντείνω (to stretch tight upon, stretched upon, to press on amain)
- κατατείνω (to stretch or draw tight, to draw the, taut)
- παρατείνω (to stretch out along or beside, to extend the line, to draw a long)
- παρεκτείνω (to stretch out in line)
- περιτείνω (to stretch all round or over)
- προσεπιτείνω (to stretch still further, to lay more stress upon, to torture or punish yet more)
- προτείνω (to stretch out before, hold before, to expose to danger)
- συντείνω (to stretch together, strain, draw tight)
- τείνω (I stretch, extend, I spread)
- ὑπερεκτείνω (to stretch beyond measure)
- ὑπερτείνω (to stretch or lay over, to hold out over to, to stretch over)