헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσέρχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσέρχομαι εἰσελεύσομαι εἰσήλυθον

형태분석: εἰς (접두사) + έ̓ρχ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 들어가다, 입장하다, 침입하다, 침략하다
  2. 들어가다, 입장하다, 부재인 사람을 임명하다
  3. 뜰로 들어가다
  1. to go into, enter, invade
  2. (of the chorus or of actors) to come upon the stage, to enter
  3. (as an Attic law term, of the accuser) to come into court
  4. to enter on an office

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέρχομαι

(나는) 들어간다

εἰσέρχει, εἰσέρχῃ

(너는) 들어간다

εἰσέρχεται

(그는) 들어간다

쌍수 εἰσέρχεσθον

(너희 둘은) 들어간다

εἰσέρχεσθον

(그 둘은) 들어간다

복수 εἰσερχόμεθα

(우리는) 들어간다

εἰσέρχεσθε

(너희는) 들어간다

εἰσέρχονται

(그들은) 들어간다

접속법단수 εἰσέρχωμαι

(나는) 들어가자

εἰσέρχῃ

(너는) 들어가자

εἰσέρχηται

(그는) 들어가자

쌍수 εἰσέρχησθον

(너희 둘은) 들어가자

εἰσέρχησθον

(그 둘은) 들어가자

복수 εἰσερχώμεθα

(우리는) 들어가자

εἰσέρχησθε

(너희는) 들어가자

εἰσέρχωνται

(그들은) 들어가자

기원법단수 εἰσερχοίμην

(나는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρχοιο

(너는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρχοιτο

(그는) 들어가기를 (바라다)

쌍수 εἰσέρχοισθον

(너희 둘은) 들어가기를 (바라다)

εἰσερχοίσθην

(그 둘은) 들어가기를 (바라다)

복수 εἰσερχοίμεθα

(우리는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρχοισθε

(너희는) 들어가기를 (바라다)

εἰσέρχοιντο

(그들은) 들어가기를 (바라다)

명령법단수 εἰσέρχου

(너는) 들어가라

εἰσερχέσθω

(그는) 들어가라

쌍수 εἰσέρχεσθον

(너희 둘은) 들어가라

εἰσερχέσθων

(그 둘은) 들어가라

복수 εἰσέρχεσθε

(너희는) 들어가라

εἰσερχέσθων, εἰσερχέσθωσαν

(그들은) 들어가라

부정사 εἰσέρχεσθαι

들어가는 것

분사 남성여성중성
εἰσερχομενος

εἰσερχομενου

εἰσερχομενη

εἰσερχομενης

εἰσερχομενον

εἰσερχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσελεύσομαι

(나는) 들어가겠다

εἰσελεύσει, εἰσελεύσῃ

(너는) 들어가겠다

εἰσελεύσεται

(그는) 들어가겠다

쌍수 εἰσελεύσεσθον

(너희 둘은) 들어가겠다

εἰσελεύσεσθον

(그 둘은) 들어가겠다

복수 εἰσελευσόμεθα

(우리는) 들어가겠다

εἰσελεύσεσθε

(너희는) 들어가겠다

εἰσελεύσονται

(그들은) 들어가겠다

기원법단수 εἰσελευσοίμην

(나는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσελεύσοιο

(너는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσελεύσοιτο

(그는) 들어가겠기를 (바라다)

쌍수 εἰσελεύσοισθον

(너희 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσελευσοίσθην

(그 둘은) 들어가겠기를 (바라다)

복수 εἰσελευσοίμεθα

(우리는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσελεύσοισθε

(너희는) 들어가겠기를 (바라다)

εἰσελεύσοιντο

(그들은) 들어가겠기를 (바라다)

부정사 εἰσελεύσεσθαι

들어갈 것

분사 남성여성중성
εἰσελευσομενος

εἰσελευσομενου

εἰσελευσομενη

εἰσελευσομενης

εἰσελευσομενον

εἰσελευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσήρχομην

(나는) 들어가고 있었다

εἰσῆρχου

(너는) 들어가고 있었다

εἰσῆρχετο

(그는) 들어가고 있었다

쌍수 εἰσῆρχεσθον

(너희 둘은) 들어가고 있었다

εἰσήρχεσθην

(그 둘은) 들어가고 있었다

복수 εἰσήρχομεθα

(우리는) 들어가고 있었다

εἰσῆρχεσθε

(너희는) 들어가고 있었다

εἰσῆρχοντο

(그들은) 들어가고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπυνθάνετο διὰ τίνα αἰτίαν εἰσερχόμενον αὐτὸν εἰσ πᾶν τέμενοσ οὐθεὶσ ἐκώλυσε τῶν παρόντων. (Septuagint, Liber Maccabees III 1:13)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 1:13)

  • ὅν φασιν εἰσερχόμενον εἰσ τὴν ἐκκλησίαν καὶ προσπταίσαντα ἀναφθέγξασθαι, Τί με βοᾷσ; (Lucian, Macrobii, (no name) 19:1)

    (루키아노스, Macrobii, (no name) 19:1)

  • 3τί εἶδεν ἐν ἐμοὶ ὁ Ἐπίκτητοσ, ἵνα βλέπων με τοιοῦτον εἰσερχόμενον πρὸσ αὐτὸν οὕτωσ αἰσχρῶσ ἔχοντα περιίδῃ καὶ μηδέποτε μηδὲ ῥῆμα εἴπῃ; (Epictetus, Works, book 3, 12:1)

    (에픽테토스, Works, book 3, 12:1)

  • ἔδει εἰσερχόμενον εἰσ τὸ θέατρον τοῦτο εἰπεῖν "ἄγε ἵνα Σώφρων στεφανωθῇ"; (Epictetus, Works, book 3, 9:2)

    (에픽테토스, Works, book 3, 9:2)

  • οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰσ τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματοσ τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. (, chapter 11 205:1)

    (, chapter 11 205:1)

유의어

  1. 들어가다

  2. 들어가다

  3. 뜰로 들어가다

  4. to enter on an office

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION