ἐάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐάω
ἐᾱ́σω
εἴᾱσα
εἴᾱκα
εἴᾱμαι
εἰᾱ́θην
Structure:
ἐά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- (with accusative of person and infinitive) to let someone do something
- to cede, grant, yield
- to agree
- to advise
- to neglect, disregard
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἄλλωσ τε ἀνάγκη πᾶσα καὶ τὴν τοῦ λέγοντοσ αὐτοῦ διάνοιαν ἀσχολεῖσθαι περὶ τὴν θέαν καὶ τῆσ φροντίδοσ τὸ ἀκριβὲσ ἐκλύειν τῆσ ὄψεωσ ἐπικρατούσησ καὶ πρὸσ αὑτὴν καλούσησ καὶ τῷ λόγῳ προσέχειν οὐκ ἐώσησ. (Lucian, De Domo, (no name) 17:5)
- καὶ τῆσ γυναικὸσ οὐκ ἐώσησ, ἔτι μᾶλλον ἤλεγχε τὸν συνειδότα γέροντα, πᾶσαν προσφέρων ἀνάγκην. (Plutarch, De curiositate, section 14 1:1)
- καὶ τῆσ γυναικὸσ οὐκ ἐώσησ, ἔτι μᾶλλον ἤλεγχε τὸν συνειδότα γέροντα, πᾶσαν προσφέρων ἀνάγκην. (Plutarch, De curiositate, section 14 4:1)
- τῶν δὲ πολιτικῶν ὁ μέγιστοσ ὑπελείπετο καὶ χαλεπώτεροσ πρὸσ τὸν δῆμον ἰσχυρὸν ἐπανήκοντα τῇ νίκῃ καὶ βιαζόμενον ἐκ δημοτῶν ὕπατον ἀποδεῖξαι παρὰ τὸν καθεστῶτα νόμον, ἀντιταττομένησ τῆσ βουλῆσ καὶ τὸν Κάμιλλον οὐκ ἐώσησ ἀποθέσθαι τὴν ἀρχήν, ὡσ μετ’ ἰσχυρᾶσ καὶ μεγάλησ ἐξουσίασ τῆσ ἐκείνου μαχησομένων ἂν βέλτιον ὑπὲρ τῆσ ἀριστοκρατίασ. (Plutarch, Camillus, chapter 42 1:2)
- "καὶ γὰρ εἰ μὴ χρόνῳ μηδὲ μεγέθει τῶν πόνων ἀποδέουσιν, ἀλλὰ περὶ πόνουσ ἔχουσι, καὶ πέρασ αὐταῖσ κοινὸν Ἐπίκουροσ τὴν παντὸσ τοῦ ἀλγοῦντοσ ὑπεξαίρεσιν ἐπιτέθεικεν, ὡσ τῆσ φύσεωσ ἄχρι τοῦ λῦσαι τὸ ἀλγεινὸν αὐξούσησ τὸ ἡδύ, περαιτέρω δὲ μὴ ἐώσησ προελθεῖν κατὰ τὸ μέγεθοσ, ἀλλὰ ποικιλμοὺσ τινασ οὐκ ἀναγκαίουσ, ὅταν ἐν τῷ μὴ πονεῖν γένηται, δεχομένησ ἡ δ’ ἐπὶ τοῦτο μετ’ ὀρέξεωσ πορεία, μέτρον ἡδονῆσ οὖσα, κομιδῇ βραχεῖα καὶ σύντομοσ ὅθεν αἰσθόμενοι τῆσ ἐνταῦθα γλισχρότητοσ ὥσπερ ἐκ χωρίου λυπροῦ τοῦ σώματοσ μεταφέρουσι τὸ τέλοσ εἰσ τὴν ψυχήν, ὡσ ἐκεῖ νομὰσ καὶ λειμῶνασ ἀμφιλαφεῖσ ἡδονῶν ἕξοντεσ ἐν δ’ Ἰθάκῃ οὔτ’ ἂρ δρόμοι εὐρέεσ οὔτε τι λειμών οὔτε λείη περὶ τὸ σαρκίδιον ἡ ἀπόλαυσισ ἀλλὰ τραχεῖα, μεμιγμένη πρὸσ πολὺ τὸ ἀλλότριον καὶ σφυγματῶδεσ. (Plutarch, Non posse suaviter vivi secundum Epicurum, section 318)
Synonyms
-
to let someone do something
- ἀναγκάζω ( I force someone to do something)
- ἐργάζομαι ( I do something to someone; esp. do someone ill)
-
to cede
- εἴκω (to yield up, give up, give)
-
to agree
- συνδοξάζω (to agree with)
- σύμφημι (to agree)
- ὁμολογέω (I agree with)
- συντάσσω (to agree together)
- τάσσω (I agree upon)
- συγκαταινέω (to agree with, favour)
- ἐξομολογέομαι (to agree, promise)
- συνομολογέω (to agree to do, promise)
- καταινέω (to agree or promise to, to agree that)
- ὁμηρέω (to accord, agree)
- καταινέω (to agree to, approve of)
- ἐπαινέω (I agree or undertake to do)
- συννεύω (to consent, agree)
- συναινέω (to agree or consent)
- συναινέω (to consent, to agree with)
- συμβούλομαι (to agree with, to consent)
- συντίθημι (to covenant or agree)
- συμφρονέω (to be of one mind with, to agree)
- ὁμολογέω (I correspond with, agree with)
- συμπλάσσω (by agreeing, a fiction)
- συγκαταβαίνω (to come down to, agree to)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
-
to advise
-
to neglect