ἐάω
α-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐάω
ἐᾱ́σω
εἴᾱσα
εἴᾱκα
εἴᾱμαι
εἰᾱ́θην
Structure:
ἐά
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- (with accusative of person and infinitive) to let someone do something
- to cede, grant, yield
- to agree
- to advise
- to neglect, disregard
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸν οὖν ταῦτα πάντα ὑπομεμενηκότα καὶ οὕτω χαλεπῷ νοσήματι προσπαλαίσαντα καὶ πάθοσ ἁπάντων παθῶν τὸ δυσαλωτότατον νενικηκότα ἔτι τούτῳ ἀποκηρύττειν ἐπιτρέψετε, καὶ τοὺσ νόμουσ ὡσ βούλεται ἑρμηνεύειν κατ’ εὐεργέτου συγχωρήσετε, καὶ τῇ φύσει πολεμεῖν αὐτὸν ἐάσετε; (Lucian, Abdicatus, (no name) 18:1)
- ὑμεῖσ δὲ τὸν ἀνόσιον καὶ περὶ πάντασ πονηρὸν καὶ μάλιστα περὶ τὸν ἑαυτοῦ πατέρα γεγενημένον, τοῦτον μεθ’ ὑμῶν καὶ μετὰ τῶν ὑμετέρων οἰκείων καὶ συγγενῶν ἐάσετε πολιτεύεσθαι; (Dinarchus, Speeches, 18:3)
- ὑμεῖσ δ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ προδεδωκὸσ τὴν πόλιν ζῶν καὶ ὑποχείριον ἔχοντεσ τῇ ψήφῳ, ἀτιμώρητον ἐάσετε; (Lycurgus, Speeches, 156:2)
- εἰ γὰρ μήτ’ εἰσοίσετε, μήτ’ αὐτοὶ στρατεύσεσθε, μήτε τῶν κοινῶν ἀφέξεσθε, μήτε τὰσ συντάξεισ δώσετε, μήθ’ ὅσ’ ἂν αὐτὸσ αὑτῷ πορίσηται ἐάσετε, μήτε τὰ ὑμέτερ’ αὐτῶν πράττειν ἐθελήσετε, οὐκ ἔχω τί λέγω. (Demosthenes, Speeches, 28:3)
- πρὸσ μὲν τοὺσ ἀστυγείτονασ καὶ ὁμολογουμένωσ ἀρίστουσ τῶν Ἑλλήνων εἰσ τὴν πόλιν γεγενημένουσ οὕτω καλῶσ καὶ ἀκριβῶσ διωρίσασθε περὶ ἑκάστου, ἐφ’ οἷσ δεῖ ἔχειν τὴν δωρεάν, τὴν δὲ περιφανῶσ ἐν ἁπάσῃ τῇ Ἑλλάδι πεπορνευμένην οὕτωσ αἰσχρῶσ καὶ ὀλιγώρωσ ἐάσετε ὑβρίζουσαν εἰσ τὴν πόλιν καὶ ἀσεβοῦσαν εἰσ τοὺσ θεοὺσ ἀτιμώρητον, ἣν οὔτε οἱ πρόγονοι ἀστὴν κατέλιπον οὔθ’ ὁ δῆμοσ πολῖτιν ἐποιήσατο; (Demosthenes, Speeches 51-61, 157:2)
Synonyms
-
to let someone do something
- ἀναγκάζω ( I force someone to do something)
- ἐργάζομαι ( I do something to someone; esp. do someone ill)
-
to cede
- εἴκω (to yield up, give up, give)
-
to agree
- συνδοξάζω (to agree with)
- σύμφημι (to agree)
- ὁμολογέω (I agree with)
- συντάσσω (to agree together)
- τάσσω (I agree upon)
- συγκαταινέω (to agree with, favour)
- ἐξομολογέομαι (to agree, promise)
- συνομολογέω (to agree to do, promise)
- καταινέω (to agree or promise to, to agree that)
- ὁμηρέω (to accord, agree)
- καταινέω (to agree to, approve of)
- ἐπαινέω (I agree or undertake to do)
- συννεύω (to consent, agree)
- συναινέω (to agree or consent)
- συναινέω (to consent, to agree with)
- συμβούλομαι (to agree with, to consent)
- συντίθημι (to covenant or agree)
- συμφρονέω (to be of one mind with, to agree)
- ὁμολογέω (I correspond with, agree with)
- συμπλάσσω (by agreeing, a fiction)
- συγκαταβαίνω (to come down to, agree to)
- συναρμόζω (to fit together, agree)
-
to advise
-
to neglect