헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάλυσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάλυσις διαλύσεως

형태분석: διαλυσι (어간) + ς (어미)

어원: dialu/w

  1. 마무리, 어미, 휴전
  1. a separating or parting
  2. an ending, cessation
  3. a solution to a problem
  4. refutation of an argument
  5. discharge
  6. deed of seperation or divorce
  7. division of inheritance

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ συσκευασάμενοσ τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα αὑτοῦ, τὰσ δὲ τῶν ἄλλων πολιτῶν ἐρήμουσ ἀπολιπὼν ἔφυγε, δέον ἢ κρατεῖν μαχόμενον ὑπὲρ τῆσ πατρίδοσ ἢ δέχεσθαι διαλύσεισ παρὰ τοῦ κρείττονοσ· (Plutarch, Comparison of Agesilaus and Pompey, chapter 3 4:1)

    (플루타르코스, Comparison of Agesilaus and Pompey, chapter 3 4:1)

  • Μάρκιοσ δὲ παρὼν ὑπὸ Ῥωμαίων κατεδικάσθη, παρόντα δὲ Οὐολοῦσκοι διέφθειραν, οὐ δικαίωσ μὲν οὐδ’ ὁσίωσ, αἰτίαν δὲ τοῦ εὐλόγου παρέσχεν αὐτόσ, ὅτι δημοσίᾳ τὰσ διαλύσεισ μὴ προσδεξάμενοσ, ἰδίᾳ δὲ πεισθεὶσ ὑπὸ τῶν γυναικῶν οὐκ ἔλυσε τὴν ἔχθραν, ἀλλὰ τοῦ πολέμου μένοντοσ ἀπώλεσε τὸν καιρὸν καὶ διέφθειρε, πείσαντα γὰρ ἔδει τοὺσ πεπιστευκότασ ἀπελθεῖν, εἰ τοῦ πρὸσ ἐκείνουσ δικαίου πλεῖστον ἐποιεῖτο λόγον. (Plutarch, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 4 2:1)

    (플루타르코스, Comparison of Alcibiades and Coriolanus, chapter 4 2:1)

  • οἱ μὲν οὖν πολλοὶ τῶν παρόντων οὐκ ἀηδῶσ πρὸσ τὰσ διαλύσεισ εἶχον· (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 16 2:1)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 16 2:1)

  • εἰ δ’ οἱ μίξεισ τὰσ γενέσεισ τιθέμενοι τὰσ δὲ φθορὰσ διαλύσεισ οὐ ζῶσιν οὐδὲ δύνανται ζῆν, τί ποιοῦσιν ἕτερον οὗτοι; (Plutarch, Adversus Colotem, section 10 1:7)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 10 1:7)

  • ὁ μὲν γὰρ ἀληθινὸσ ἐκεῖνοσ γεωργὸσ οὐδὲ τὸν αὐτομάτωσ ἐρχόμενον ἐκ πόλεωσ λόγον ἡδέωσ προσδέχεται, λέγων, εἶτά μοι σκάπτων ἐρεῖ ἐφ’ οἷσ γεγόνασιν αἱ διαλύσεισ· (Plutarch, De curiositate, section 7 3:4)

    (플루타르코스, De curiositate, section 7 3:4)

유의어

  1. a separating or parting

  2. 마무리

  3. a solution to a problem

  4. discharge

  5. division of inheritance

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION