헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διάλυσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διάλυσις διαλύσεως

형태분석: διαλυσι (어간) + ς (어미)

어원: dialu/w

  1. 마무리, 어미, 휴전
  1. a separating or parting
  2. an ending, cessation
  3. a solution to a problem
  4. refutation of an argument
  5. discharge
  6. deed of seperation or divorce
  7. division of inheritance

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διαλύσει διελύσαμεν πρόσ σε. καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν τὰσ ἐντολὰσ καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὰ κρίματα, ἃ ἐνετείλω τῷ Μωυσῇ παιδί σου. (Septuagint, Liber Nehemiae 1:7)

    (70인역 성경, 느헤미야기 1:7)

  • βάλλων λίθον ἐπὶ πετεινὰ ἀποσοβεῖ αὐτά, καὶ ὁ ὀνειδίζων φίλον διαλύσει φιλίαν. (Septuagint, Liber Sirach 22:18)

    (70인역 성경, Liber Sirach 22:18)

  • τὰ γοὺν Αἰτωλικὰ πάθη καὶ τὰσ τῶν Καλυδωνίων συμφορὰσ καὶ τοὺσ τοσούτουσ φόνουσ καὶ τὴν Μελεάγρου διάλυσιν, πάντα ταῦτα ἔργα φασὶν εἶναι τῆσ Ἀρτέμιδοσ μεμψιμοιρούσησ ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸσ τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέωσ· (Lucian, De sacrificiis, (no name) 1:4)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 1:4)

  • καὶ ἦσάν τινεσ ἐξηγηταὶ ἐπὶ τοῦτο καθήμενοι καὶ μισθοὺσ οὐκ ὀλίγουσ ἐκλέγοντεσ παρὰ τῶν τοὺσ τοιούτουσ χρησμοὺσ λαμβανόντων ἐπὶ τῇ ἐξηγήσει καὶ διαλύσει αὐτῶν. (Lucian, Alexander, (no name) 49:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 49:4)

  • ἴσασι γὰρ ἐν τῷ τυχεῖν τὴν διάλυσιν τοῦ ἔρωτοσ γενησομένην. (Lucian, De mercede, (no name) 7:4)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 7:4)

  • ἀλλ’ ἐσ σὲ τείνει τῶνδε διάλυσισ κακῶν, μῆτερ, διαλλάξασαν ὁμογενεῖσ φίλουσ παῦσαι πόνων με καὶ σὲ καὶ πᾶσαν πόλιν. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 6:7)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric 6:7)

  • εἴ γε μὴν ὁ θάνατοσ τελεία τίσ ἐστι φθορὰ καὶ διάλυσισ τοῦ τε σώματοσ καὶ τῆσ ψυχῆσ τὸ τρίτον γὰρ ἦν τοῦτο τῆσ Σωκρατικῆσ εἰκασίασ, οὐδ’ οὕτω κακόν ἐστιν· (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 151)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 151)

  • τυγχάνει ὤν, ὡσ ἐμοὶ δοκεῖ, οὐδὲν ἄλλο ἢ δυοῖν πραγμάτοιν διάλυσισ, τῆσ ψυχῆσ καὶ τοῦ σώματοσ· (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 36 13:1)

    (플루타르코스, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 36 13:1)

  • ἦν μὲν οὖν μέγα καὶ τὸ χρήματα τοσαῦτα πορίσαι τοῖσ πολίταισ, ὅσων μικρὸν μέροσ ἄλλοι στρατηγοὶ καὶ δημαγωγοὶ λαμβάνοντεσ παρὰ βασιλέων ἠδίκουν καὶ κατεδουλοῦντο καὶ προέπινον αὐτοῖσ τὰσ πατρίδασ, μείζων δὲ ἡ διὰ τῶν χρημάτων τούτων κατασκευασθεῖσα τοῖσ μὲν ἀπόροισ πρὸσ τοὺσ πλουσίουσ διάλυσισ καὶ ὁμόνοια, τῷ δὲ δήμῳ παντὶ σωτηρία καὶ ἀσφάλεια, θαυμαστὴ δὲ ἡ τοῦ ἀνδρὸσ ἐν δυνάμει τοσαύτῃ μετριότησ. (Plutarch, Aratus, chapter 14 1:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 14 1:1)

  • καὶ γὰρ ἡ κονία γίγνεται, γλυκέοσ ὕδατοσ εἰσ τέφραν ἐμπεσόντοσ, ἡ δὲ διάλυσισ ἐξίστησι καὶ φθείρει τὸ χρηστὸν καὶ πότιμον, ὡσ ἐν ἡμῖν οἱ πυρετοὶ τὸ ὑγρὸν εἰσ χολὴν τρέπουσιν. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 1 6:3)

    (플루타르코스, Quaestiones Naturales, chapter 1 6:3)

유의어

  1. a separating or parting

  2. 마무리

  3. a solution to a problem

  4. discharge

  5. division of inheritance

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION