δεσμός
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
δεσμός
δεσμοῦ
형태분석:
δεσμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 족쇄, 결속, 속박
- 칼라, 올가미, 목줄
- 속박, 감금
- 매력, 애교, 유쾌함
- bond, fetter
- collar, halter
- bondage, imprisonment
- spell, charm
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πᾶσα εὐχὴ καὶ πᾶσ ὅρκοσ δεσμοῦ κακῶσαι ψυχήν, ὁ ἀνὴρ αὐτῆσ στήσει αὐτῇ καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆσ περιελεῖ. (Septuagint, Liber Numeri 30:14)
(70인역 성경, 민수기 30:14)
- ὡσ δ’ ὅτ’ ἀνὴρ ἀσπαστὸν ὑπεκπροφύγῃ κακότητα νούσου ὕπ’ ἀργαλέησ ἢ καὶ κρατεροῦ ὑπὸ δεσμοῦ, ὥσ ῥα τότ’ Ἀμφιτρύων χαλεπὸν πόνον ἐκτολυπεύσασ ἀσπασίωσ τε φίλωσ τε ἑὸν δόμον εἰσαφίκανεν. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 3:3)
(헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 3:3)
- λέγουσι γοῦν αὐτῷ οἱ Τιτᾶνεσ πρὸσ τὸν Προμηθέα ὅτι ἥκομεν τοὺσ σοὺσ ἄθλουσ τούσδε, Προμηθεῦ, δεσμοῦ τε πάθοσ τόδ̓ ἐποψόμενοι. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 19 2:4)
(아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 19 2:4)
- κακαὶ δὲ καὶ ὅσαι λυθεῖσαι τοῦ δεσμοῦ ἐν χωρίῳ οὐκ ἐπανίασιν ἐπὶ τὸν ἄγοντα ἀνακαλούμεναι, ἀλλ̓ ἀποσκιρτῶσιν, καὶ ἢν μὲν πράωσ μετακαλῇσ, καταφρονοῦσιν, ἢν δὲ σὺν ἀπειλῇ, δειμαίνουσαι οὐ προσίασιν. (Arrian, Cynegeticus, chapter 7 4:1)
(아리아노스, Cynegeticus, chapter 7 4:1)
- καὶ εἴ ποτε ἄρα δεσμοῦ δεηθεῖεν, ἀσχάλλουσιν καὶ κλαυθμυρίζονται καὶ ἀπεσθίουσιν τοὺσ ἱμάντασ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 11 1:3)
(아리아노스, Cynegeticus, chapter 11 1:3)
유의어
-
족쇄
-
칼라
-
매력
- θέλγητρον (a charm or spell)
- ἴυγξ (매력, 애교, 유쾌함)
- φίλτρον (매력, 애교, 유쾌함)
- κήλημα (주문, 마법, 마법 주문)
- φάρμακον (매력, 애교, 유쾌함)
- σωρείτης (Alternative spelling of σωρίτης )
- οἰήϊον ( Alternative spelling of οἴαξ )
- ὄνυμα ( Alternative spelling of ὄνομᾰ )
- ὄρανος ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- ὀστοῦν ( Alternative spelling of ὀστέον )
- πυλεών (Alternative spelling of πυλών .)
- ὡροσκόπιον (Alternative spelling of ὡροσκοπεῖον )
- ὠρανός ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- σπόνδυλος (Alternative spelling of σφόνδυλος )
- υἱύς ( Alternative spelling of υἱός )
- συγγενεύς (Alternative spelling of συγγενής )
- σύρφος (Alternative spelling of σέρφος )
- μᾶκος ( Alternative spelling of μῆκος )
- ἀββᾶς (Alternative spelling of ἀββα )
- ξῖ (Alternative spelling of ξεῖ "xi")
- Ἰερουσαλήμ ([[Ierousalhm2|]])
- ἴλαρχος (Alternative spelling of ἰλάρχης )
- καστάνεια (Alternative spelling of κάστανον )
- ἄνισον (Alternative spelling of ἄνηθον )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβίς )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολύμβησις )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβήθρα )
- κοπάδιον (Alternative spelling of κόπαιον )
- κρῖ ( Alternative spelling of κριθή )
- λάγηνος (Alternative spelling of λάγυνος )
- ἀρτύς (Alternative spelling of ἀρθμός )
- μάγευμα (애교)
- θελκτήριον (매력, 애교, 유쾌함)