δεσμός?
2군 변화 명사; 남성
자동번역
로마알파벳 전사: desmos
고전 발음: [데스모스]
신약 발음: [대스모스]
기본형:
δεσμός
δεσμοῦ
형태분석:
δεσμ
(어간)
+
ος
(어미)
뜻
- 족쇄, 결속, 속박
- 칼라, 올가미, 목줄
- 속박, 감금
- 매력, 애교, 유쾌함
- bond, fetter
- collar, halter
- bondage, imprisonment
- spell, charm
곡용 정보
2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἤγαγε Κύριος ἐπ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως τοῦ βασιλέως Ἀσσούρ, καὶ κατέλαβον τὸν Μανασσῆ ἐν δεσμοῖς καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις καὶ ἤγαγον εἰς Βαβυλῶνα. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 33:11)
(70인역 성경, 역대기 하권 33:11)
- προστετάχαμεν ἅμα τῷ προσπεσεῖν τὴν ἐπιστολὴν τήνδε αὐθωρεὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μετὰ ὕβρεων καὶ σκυλμῶν ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς ἐν δεσμοῖς σιδηροῖς πάντοθεν κατακεκλεισμένους, εἰς ἀνήκεστον καὶ δυσκλεῆ πρέποντα δυσμενέσι φόνον. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:25)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 3:25)
- συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν τυραννούντων αὐτοῦ. ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν αἰώνιον. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:14)
(70인역 성경, 지혜서 10:14)
- ὑπόθες τὸν ὦμόν σου καὶ βάσταξον αὐτήν, καὶ μὴ προσοχθίσῃς τοῖς δεσμοῖς αὐτῆς. (Septuagint, Liber Sirach 6:25)
(70인역 성경, Liber Sirach 6:25)
- μακάριος ὁ σκεπασθεὶς ἀπ᾿ αὐτῆς, ὃς οὐ διῆλθεν ἐν τῷ θυμῷ αὐτῆς, ὃς οὐχ εἵλκυσε τὸν ζυγὸν αὐτῆς καὶ ἐν τοῖς δεσμοῖς αὐτῆς οὐκ ἐδέθη. (Septuagint, Liber Sirach 28:19)
(70인역 성경, Liber Sirach 28:19)
유의어
-
족쇄
-
칼라
-
매력
- θέλγητρον (a charm or spell)
- ἴυγξ (매력, 애교, 유쾌함)
- φίλτρον (매력, 애교, 유쾌함)
- κήλημα (주문, 마법, 마법 주문)
- φάρμακον (매력, 애교, 유쾌함)
- σωρείτης (Alternative spelling of σωρίτης )
- οἰήϊον ( Alternative spelling of οἴαξ )
- ὄνυμα ( Alternative spelling of ὄνομᾰ )
- ὄρανος ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- ὀστοῦν ( Alternative spelling of ὀστέον )
- πυλεών (Alternative spelling of πυλών .)
- ὡροσκόπιον (Alternative spelling of ὡροσκοπεῖον )
- ὠρανός ( Alternative spelling of οὐρανός .)
- σπόνδυλος (Alternative spelling of σφόνδυλος )
- υἱύς ( Alternative spelling of υἱός )
- συγγενεύς (Alternative spelling of συγγενής )
- σύρφος (Alternative spelling of σέρφος )
- μᾶκος ( Alternative spelling of μῆκος )
- ἀββᾶς (Alternative spelling of ἀββα )
- ξῖ (Alternative spelling of ξεῖ "xi")
- Ἰερουσαλήμ ([[Ierousalhm2|]])
- ἴλαρχος (Alternative spelling of ἰλάρχης )
- καστάνεια (Alternative spelling of κάστανον )
- ἄνισον (Alternative spelling of ἄνηθον )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβίς )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολύμβησις )
- κόλυμβος (Alternative spelling of κολυμβήθρα )
- κοπάδιον (Alternative spelling of κόπαιον )
- κρῖ ( Alternative spelling of κριθή )
- λάγηνος (Alternative spelling of λάγυνος )
- ἀρτύς (Alternative spelling of ἀρθμός )
- μάγευμα (애교)
- θελκτήριον (매력, 애교, 유쾌함)