- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δεσμός?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: desmos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δεσμός δεσμοῦ

형태분석: δεσμ (어간) + ος (어미)

어원: δέω

  1. 족쇄, 결속, 속박
  2. 칼라, 올가미, 목줄
  3. 속박, 감금
  4. 매력, 애교, 유쾌함
  1. bond, fetter
  2. collar, halter
  3. bondage, imprisonment
  4. spell, charm

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 δεσμός

족쇄가

δεσμώ

족쇄들이

δεσμοί

족쇄들이

속격 δεσμοῦ

족쇄의

δεσμοῖν

족쇄들의

δεσμῶν

족쇄들의

여격 δεσμῷ

족쇄에게

δεσμοῖν

족쇄들에게

δεσμοῖς

족쇄들에게

대격 δεσμόν

족쇄를

δεσμώ

족쇄들을

δεσμούς

족쇄들을

호격 δεσμέ

족쇄야

δεσμώ

족쇄들아

δεσμοί

족쇄들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἤγαγε Κύριος ἐπ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως τοῦ βασιλέως Ἀσσούρ, καὶ κατέλαβον τὸν Μανασσῆ ἐν δεσμοῖς καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις καὶ ἤγαγον εἰς Βαβυλῶνα. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 33:11)

    (70인역 성경, 역대기 하권 33:11)

  • προστετάχαμεν ἅμα τῷ προσπεσεῖν τὴν ἐπιστολὴν τήνδε αὐθωρεὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μετὰ ὕβρεων καὶ σκυλμῶν ἀποστεῖλαι πρὸς ἡμᾶς ἐν δεσμοῖς σιδηροῖς πάντοθεν κατακεκλεισμένους, εἰς ἀνήκεστον καὶ δυσκλεῆ πρέποντα δυσμενέσι φόνον. (Septuagint, Liber Maccabees III 3:25)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 3:25)

  • συγκατέβη αὐτῷ εἰς λάκκον καὶ ἐν δεσμοῖς οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἕως ἤνεγκεν αὐτῷ σκῆπτρα βασιλείας καὶ ἐξουσίαν τυραννούντων αὐτοῦ. ψευδεῖς τε ἔδειξε τοὺς μωμησαμένους αὐτὸν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν αἰώνιον. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:14)

    (70인역 성경, 지혜서 10:14)

  • ὑπόθες τὸν ὦμόν σου καὶ βάσταξον αὐτήν, καὶ μὴ προσοχθίσῃς τοῖς δεσμοῖς αὐτῆς. (Septuagint, Liber Sirach 6:25)

    (70인역 성경, Liber Sirach 6:25)

  • μακάριος ὁ σκεπασθεὶς ἀπ᾿ αὐτῆς, ὃς οὐ διῆλθεν ἐν τῷ θυμῷ αὐτῆς, ὃς οὐχ εἵλκυσε τὸν ζυγὸν αὐτῆς καὶ ἐν τοῖς δεσμοῖς αὐτῆς οὐκ ἐδέθη. (Septuagint, Liber Sirach 28:19)

    (70인역 성경, Liber Sirach 28:19)

유의어

  1. 족쇄

  2. 칼라

  3. 매력

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION