헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βούλησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βούλησις

형태분석: βουλησι (어간) + ς (어미)

어원: bou/lomai

  1. 뜻, 목적, 유서, 의지, 의도
  1. a willing, will, intention, purpose
  2. the purpose or meaning

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βούλησις

뜻이

βουλήσει

뜻들이

βουλήσεις

뜻들이

속격 βουλήσεως

뜻의

βουλήσοιν

뜻들의

βουλήσεων

뜻들의

여격 βουλήσει

뜻에게

βουλήσοιν

뜻들에게

βουλήσεσιν*

뜻들에게

대격 βούλησιν

뜻을

βουλήσει

뜻들을

βουλήσεις

뜻들을

호격 βούλησι

뜻아

βουλήσει

뜻들아

βουλήσεις

뜻들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀρρενικῶν δὲ καὶ θηλυκῶν καὶ οὐδετέρων ἀντιμετατάξεισ ἐκβεβηκυῖαι τῶν συνήθων σχημάτων αἱ τοιαίδε εἰσίν, ὅταν τὴν μὲν ταραχὴν τάραχον καλῇ τὸ θηλυκὸν ἐκφέρων ἀρρενικῶσ καὶ τὴν ὄχλησιν ὄχλον, τὴν δὲ βούλησιν καὶ τὴν δύναμιν τὸ βουλόμενον λέγῃ καὶ τὸ δυνάμενον· (Dionysius of Halicarnassus, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 101)

    (디오니시오스, De Thucydidis idiomatibus (epistula ad Ammaeum), chapter 101)

  • ἔπραξε γὰρ βούλησιν ἣν ἐβούλετο, ἄνδρ’ Ἑλλάδοσ τὸν πρῶτον αὐτοῖσιν βάθροισ ἄνω κάτω στρέψασα. (Euripides, Heracles, episode, lyric 3:7)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 3:7)

  • διὸ καὶ τὴν εὔνοιαν ἀμφοτέροισ νομίζομεν ἀντικεῖσθαι, βούλησιν οὖσαν ἀγαθῶν τοῖσ πλησίον· (Plutarch, De invidia et odio, section 1 3:1)

    (플루타르코스, De invidia et odio, section 1 3:1)

  • σαφὴσ δ’ ἂν ἦν ὁ λόγοσ, εἰ τοῦτον ἐξήνεγκε τὸν τρόπον κατὰ τὴν ἑαυτοῦ βούλησιν σχηματίζων· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 31 1:6)

    (디오니시오스, , chapter 31 1:6)

  • εἴ τέ τισ φθονεῖ μὲν ἢ καὶ φοβεῖται ἀμφότερα γὰρ τάδε πάσχει τὰ μείζω, διὰ δ’ αὐτὰ τὰσ Συρακόσσασ κακωθῆναι μέν, ἵνα σωφρονισθῶμεν, βούλεται, περιγενέσθαι δὲ ἕνεκα τῆσ ἑαυτοῦ ἀσφαλείασ, οὐκ ἀνθρωπείασ δυνάμεωσ βούλησιν ἐλπίζει. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 48 2:3)

    (디오니시오스, , chapter 48 2:3)

  • οὔτισ τήν γε φιλεῖ βροτόσ, ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκησ ἀθανάτων βουλῇσιν Ἔριν τιμῶσι βαρεῖαν. (Hesiod, Works and Days, Book WD 4:5)

    (헤시오도스, 일과 날, Book WD 4:5)

  • καὶ τὴν μὲν Διὸσ υἱὸσ ἐνήρατο νηλέι χαλκῷ Ἀμφιτρυωνιάδησ σὺν ἀρηιφίλῳ Ιὀλάῳ Ηρακλέησ βουλῇσιν Ἀθηναίησ ἀγελείησ. (Hesiod, Theogony, Book Th. 32:6)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 32:6)

  • Αἰήτησ δ’ υἱὸσ φαεσιμβρότου Ηἐλίοιο κούρην Ὠκεανοῖο τελήεντοσ ποταμοῖο γῆμε θεῶν βουλῇσιν Ἰδυῖαν καλλιπάρῃον. (Hesiod, Theogony, Book Th. 101:2)

    (헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 101:2)

유의어

  1. the purpose or meaning

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION