- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βούλησις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: boulēsis 고전 발음: [불:레:시] 신약 발음: [불레시]

기본형: βούλησις

형태분석: βουλησι (어간) + ς (어미)

  1. 뜻, 목적, 유서, 의지, 의도
  1. a willing, will, intention, purpose
  2. the purpose or meaning

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βούλησις

뜻이

βουλήσει

뜻들이

βουλήσεις

뜻들이

속격 βουλήσεως

뜻의

βουλήσοιν

뜻들의

βουλήσεων

뜻들의

여격 βουλήσει

뜻에게

βουλήσοιν

뜻들에게

βουλήσεσι(ν)

뜻들에게

대격 βούλησιν

뜻을

βουλήσει

뜻들을

βουλήσεις

뜻들을

호격 βούλησι

뜻아

βουλήσει

뜻들아

βουλήσεις

뜻들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁκόσοι γὰρ δὴ ἀνθρώποισι ἐν τῇ γενεῇ ταύτῃ ^ οἰκοδεσποτέουσι, οὗτοι ὅκως τοκέες ἑωυτοῖσι πάντα ἰκέλους ^ ἐκτελέουσιν καὶ χρόην καὶ μορφὴν καὶ ἔργα καὶ διανοίην, καὶ βασιλεὺς μὲν ὁ Μίνως Διὸς ἡγεομένου, καλὸς ^ δὲ Αἰνείης Ἀφροδίτης βουλήσει ἐγένετο, κλέπτης δὲ Αὐτόλυκος, ἡ δέ οἱ κλεπτικὴ ἐξ Ἑρμέω ἀπίκετο. (Lucian, De astrologia, (no name) 20:4)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 20:4)

  • δυνάμει δὲ ὡς οὐκ ἴσῃ τῇ βουλήσει κέχρηται, παράδειγμα ἐξ ἑνὸς τῶν δημηγορικῶν λόγων τόδε: (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 3 1:5)

    (디오니시오스, De Demosthene, chapter 3 1:5)

  • ὡς εἴ με πημανεῖς τι, βουλήσει ποτὲ καὶ δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ν ἐμοὶ θρασύς. (Sophocles, Ajax, episode 2:12)

    (소포클레스, Ajax, episode 2:12)

  • τὸ φαυλότατον, οἶμαι, τὸ τῆς λοιδορίας, πρὸ τοῦ τελευταίου καὶ δεινοτάτου προεώραται, τοῦ μὴ φόνον γίγνεσθαι, μηδὲ κατὰ μικρὸν ὑπάγεσθαι ἐκ μὲν λοιδορίας εἰς πληγάς, ἐκ δὲ πληγῶν εἰς τραύματα, ἐκ δὲ τραυμάτων εἰς θάνατον, ἀλλ ἐν τοῖς νόμοις εἶναι τούτων ἑκάστου τὴν δίκην, μὴ τῇ τοῦ προστυχόντος ὀργῇ μηδὲ βουλήσει ταῦτα κρίνεσθαι. (Demosthenes, Speeches 51-61, 29:1)

    (데모스테네스, Speeches 51-61, 29:1)

  • ὑπερέχει γὰρ ἡ χρῆσις τῶν μὲν τῷ χρόνῳ τῶν δὲ τῇ βουλήσει: (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 7 26:2)

    (아리스토텔레스, 수사학, Book 1, chapter 7 26:2)

유의어

  1. the purpose or meaning

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION