- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄθλιος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: athlios 고전 발음: [리오] 신약 발음: [리오]

기본형: ἄθλιος

형태분석: ἀθλι (어간) + ος (어미)

어원: attic contr. of epic ἀέθλιος, see also ἄεθλον, ἆθλον

  1. 가련한, 불행한, 비참한, 악한, 불쌍한
  2. 불쌍한, 비참한, 불행한
  3. 미안한, 가련한, 악한, 안된
  1. gaining the prize, running for it, race-, of discord
  2. struggling, wretched, miserable, miserably
  3. pitiful, wretched
  4. wretched, sorry, wretched

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἄθλιος

(이)가

ἀθλία

(이)가

ἄθλιον

(것)가

속격 ἀθλίου

(이)의

ἀθλίας

(이)의

ἀθλίου

(것)의

여격 ἀθλίῳ

(이)에게

ἀθλίᾳ

(이)에게

ἀθλίῳ

(것)에게

대격 ἄθλιον

(이)를

ἀθλίαν

(이)를

ἄθλιον

(것)를

호격 ἄθλιε

(이)야

ἀθλία

(이)야

ἄθλιον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀθλίω

(이)들이

ἀθλία

(이)들이

ἀθλίω

(것)들이

속/여 ἀθλίοιν

(이)들의

ἀθλίαιν

(이)들의

ἀθλίοιν

(것)들의

복수주격 ἄθλιοι

(이)들이

ἄθλιαι

(이)들이

ἄθλια

(것)들이

속격 ἀθλίων

(이)들의

ἀθλιῶν

(이)들의

ἀθλίων

(것)들의

여격 ἀθλίοις

(이)들에게

ἀθλίαις

(이)들에게

ἀθλίοις

(것)들에게

대격 ἀθλίους

(이)들을

ἀθλίας

(이)들을

ἄθλια

(것)들을

호격 ἄθλιοι

(이)들아

ἄθλιαι

(이)들아

ἄθλια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τέκνον ἥδιστον, οἴχῃ μοι καὶ τέθνηκας καὶ πρὸ ὡρ´ας ἀνηρπάσθης, μόνον ἐμὲ τὸν ἄθλιον καταλιπών, οὐ γαμήσας, οὐ παιδοποιησάμενος, οὐ στρατευσάμενος, οὐ γεωργήσας, οὐκ εἰς γῆρας ἐλθών οὐ κωμάσῃ πάλιν οὐδὲ ἐρασθήσῃ, τέκνον, οὐδὲ ἐν συμποσίοις μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν μεθυσθήσῃ. (Lucian, (no name) 13:1)

    (루키아노스, (no name) 13:1)

  • "τί μοι λοιδορῇ καὶ ἄθλιον ἀποκαλεῖς καὶ δύσμορον πολύ σου βελτίω καὶ μακαριώτερον γεγενημένον· (Lucian, (no name) 16:4)

    (루키아노스, (no name) 16:4)

  • "φέρε τοίνυν, ἐπειδὴ ἐοίκας ἀγνοεῖν, διδάξομαὶ σε θρηνεῖν ἀληθέστερον, καὶ δὴ ἀναλαβὼν ἐξ ὑπαρχῆς βόα, τέκνον ἄθλιον, οὐκέτι διψήσεις, οὐκέτι πεινήσεις οὐδὲ ῥιγώσεις. (Lucian, (no name) 16:10)

    (루키아노스, (no name) 16:10)

  • καὶ εἴ γε μὴ τῶν συνειλημμένων τις ἀγανακτήσας ἐπὶ τῇ τοῦ Ἀντιφίλου ἀναισχυντίᾳ καὶ τὸν ἄθλιον Ἀπελλῆν κατελεήσας ἔφη μηδενὸς αὐτοῖς κεκοινωνηκέναι τὸν ἄνθρωπον, ἀπετέτμητο ἂν τὴν κεφαλὴν καὶ παραπολελαύκει τῶν ἐν Τύρῳ κακῶν οὐδὲν αὐτὸς αἴτιος γεγονώς. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 3:2)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 3:2)

  • τὸν γὰρ Πολέμωνα τοῦτον, ὅν φησιν ἑαυτῆς οἰκέτην εἶναι, πεφυκότα οὐ φαύλως οὐδὲ κατὰ τὴν Μέθην, ἀλλ οἰκεῖον ἐμοὶ τὴν φύσιν, προαρπάσασα νέον ἔτι καὶ ἁπαλὸν ὄντα συναγωνιζομένης τῆς Ἡδονῆς, ἥπερ αὐτῇ τὰ πολλὰ ὑπουργεῖ, διέφθειρε τὸν ἄθλιον τοῖς κώμοις καὶ ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον, ὡς μηδὲ μικρὸν αὐτῷ τῆς αἰδοῦς ὑπολείπεσθαι. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:1)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 17:1)

유의어

  1. 가련한

  2. 불쌍한

  3. 미안한

관련어

명사

형용사

동사

감탄사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION