- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λευγαλέος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: leugaleos 고전 발음: [갈레오] 신약 발음: [갈래오]

기본형: λευγαλέος λευγαλέα λευγαλέον

형태분석: λευγαλε (어간) + ος (어미)

어원: akin to λυγρός

  1. 슬픈, 불행한, 가련한
  2. 미안한, 안된
  1. sad, wretched
  2. sore, baneful
  3. sorry

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λευγαλέος

슬픈 (이)가

λευγαλέα

슬픈 (이)가

λευγαλέον

슬픈 (것)가

속격 λευγαλέου

슬픈 (이)의

λευγαλέας

슬픈 (이)의

λευγαλέου

슬픈 (것)의

여격 λευγαλέῳ

슬픈 (이)에게

λευγαλέᾳ

슬픈 (이)에게

λευγαλέῳ

슬픈 (것)에게

대격 λευγαλέον

슬픈 (이)를

λευγαλέαν

슬픈 (이)를

λευγαλέον

슬픈 (것)를

호격 λευγαλέε

슬픈 (이)야

λευγαλέα

슬픈 (이)야

λευγαλέον

슬픈 (것)야

쌍수주/대/호 λευγαλέω

슬픈 (이)들이

λευγαλέα

슬픈 (이)들이

λευγαλέω

슬픈 (것)들이

속/여 λευγαλέοιν

슬픈 (이)들의

λευγαλέαιν

슬픈 (이)들의

λευγαλέοιν

슬픈 (것)들의

복수주격 λευγαλέοι

슬픈 (이)들이

λευγαλέαι

슬픈 (이)들이

λευγαλέα

슬픈 (것)들이

속격 λευγαλέων

슬픈 (이)들의

λευγαλεῶν

슬픈 (이)들의

λευγαλέων

슬픈 (것)들의

여격 λευγαλέοις

슬픈 (이)들에게

λευγαλέαις

슬픈 (이)들에게

λευγαλέοις

슬픈 (것)들에게

대격 λευγαλέους

슬픈 (이)들을

λευγαλέας

슬픈 (이)들을

λευγαλέα

슬픈 (것)들을

호격 λευγαλέοι

슬픈 (이)들아

λευγαλέαι

슬픈 (이)들아

λευγαλέα

슬픈 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκείνη τε γὰρ τὸν Ὀδυσσέα τὸν αὐτὸν ὄντα ἄλλοτε ἀλλοῖον ἐποίει φαίνεσθαι, τοτὲ μὲν μικρὸν καὶ ῥυσὸν καὶ αἰσχρὸν πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι, τοτὲ δὲ τῇ αὐτῇ ῥάβδῳ πάλιν ἐφαψαμένη μείζονά τ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι, κὰδ δὲ κάρητος οὔλας ἧκε κόμας ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 446)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 446)

  • ἀλλὰ γὰρ ἔμπης ἦ θαμὰ δὴ πάπταινον ἐπὶ πλατὺν ὄμμασι πόντον δείματι λευγαλέῳ, ὁπότε Θρήικες ἰάσιν. (Apollodorus, Argonautica, book 1 11:25)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 11:25)

  • ὧς ἄρα τοίγε λευγαλέως Βέβρυκας ὑπερφιάλους ἐφόβησαν. (Apollodorus, Argonautica, book 2 2:39)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 2:39)

  • "Οὐκ ἄφαρ ὀφθαλμῶν μοι ἀπόπροθι, λωβητῆρες, νεῖσθ αὐτοῖσι δόλοισι παλίσσυτοι ἔκτοθι γαίης, πρίν τινα λευγαλέον τε δέρος καὶ Φρίξον ἰδέσθαι· (Apollodorus, Argonautica, book 3 7:8)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 3 7:8)

  • λίσσομ ὑπὲρ μακάρων σέο τ αὐτῆς ἠδὲ τοκήων, μή σφε κακῇ ὑπὸ κηρὶ διαρραισθέντας ἰδέσθαι λευγαλέως: (Apollodorus, Argonautica, book 3 12:21)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 3 12:21)

유의어

  1. 슬픈

  2. sore

  3. 미안한

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION