헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λευγαλέος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λευγαλέος λευγαλέᾱ λευγαλέον

형태분석: λευγαλε (어간) + ος (어미)

어원: akin to lugro/s

  1. 슬픈, 불행한, 가련한
  2. 미안한, 안된
  1. sad, wretched
  2. sore, baneful
  3. sorry

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λευγαλέος

슬픈 (이)가

λευγαλέᾱ

슬픈 (이)가

λευγαλέον

슬픈 (것)가

속격 λευγαλέου

슬픈 (이)의

λευγαλέᾱς

슬픈 (이)의

λευγαλέου

슬픈 (것)의

여격 λευγαλέῳ

슬픈 (이)에게

λευγαλέᾱͅ

슬픈 (이)에게

λευγαλέῳ

슬픈 (것)에게

대격 λευγαλέον

슬픈 (이)를

λευγαλέᾱν

슬픈 (이)를

λευγαλέον

슬픈 (것)를

호격 λευγαλέε

슬픈 (이)야

λευγαλέᾱ

슬픈 (이)야

λευγαλέον

슬픈 (것)야

쌍수주/대/호 λευγαλέω

슬픈 (이)들이

λευγαλέᾱ

슬픈 (이)들이

λευγαλέω

슬픈 (것)들이

속/여 λευγαλέοιν

슬픈 (이)들의

λευγαλέαιν

슬픈 (이)들의

λευγαλέοιν

슬픈 (것)들의

복수주격 λευγαλέοι

슬픈 (이)들이

λευγαλέαι

슬픈 (이)들이

λευγαλέα

슬픈 (것)들이

속격 λευγαλέων

슬픈 (이)들의

λευγαλεῶν

슬픈 (이)들의

λευγαλέων

슬픈 (것)들의

여격 λευγαλέοις

슬픈 (이)들에게

λευγαλέαις

슬픈 (이)들에게

λευγαλέοις

슬픈 (것)들에게

대격 λευγαλέους

슬픈 (이)들을

λευγαλέᾱς

슬픈 (이)들을

λευγαλέα

슬픈 (것)들을

호격 λευγαλέοι

슬픈 (이)들아

λευγαλέαι

슬픈 (이)들아

λευγαλέα

슬픈 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "Μή μοι λευγαλέασ ἐνιβάλλεο, μῆτερ, ἀνίασ ὧδε λίην, ἐπεὶ οὐ μὲν ἐρητύσεισ κακότητοσ δάκρυσιν, ἀλλ’ ἔτι κεν καὶ ἐπ’ ἄλγεσιν ἄλγοσ ἄροιο. (Apollodorus, Argonautica, book 1 6:20)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 6:20)

  • Ἀμφαρέτασ κρήδεμνα καὶ ὑδατόεσσα καλύπτρα, Εἰλείθυια, τεᾶσ κεῖται ὑπὲρ κεφαλᾶσ, ἇσ σε μετ’ ἐκαλέσσατο λευγαλέασ οἱ κῆρασ ἀπ’ ὠδίνων τῆλε βαλεῖν λοχίων. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2701)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 2701)

유의어

  1. 슬픈

  2. sore

  3. 미안한

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION