ἀνατρέπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀνατρέπω
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
τρέπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: Note that aor2 middle is used in a passive sense.
Sense
- to turn up or over, overturn, upset
- to overthrow
- to upset, refute, to be upset, disheartened
- to stir up, awaken
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "οὗτοσ ἐπειδὰν μόνον ἡ θρυαλλὶσ ἀποσβῇ, περίεισιν τὴν οἰκίαν ὅλην ἐν κύκλῳ ψοφῶν καὶ τὰσ πυξίδασ ἀνατρέπων καὶ τὰ φάρμακα συγχέων καὶ τὴν θυίαν περιτρέπων, καὶ μάλιστα ἐπειδὰν τὴν θυσίαν ὑπερβαλώμεθα, ἣν κατὰ τὸ ἔτοσ ἕκαστον αὐτῷ θύομεν. (Lucian, Philopsuedes sive incredulus, (no name) 19:2)
- καὶ νῦν ἤν τισ ὑβρίζῃ εἰσ ἐμὲ ἢ περισυλῶν μου τὸν νεὼν ἢ ἀνατρέπων τὸ ἄγαλμα, ἢν μὴ ταῖσ Μοίραισ πάλαι δεδογμένον ᾖ, οὐκ ἐπιτρίψω αὐτόν; (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 32:7)
- καὶ μυθολογίαισ τὰ σεμνότατα καὶ ἁγνότατα τῶν Ἑλληνικῶν ἱερῶν ἀνατρέπων. (Plutarch, De Herodoti malignitate, section 13 8:1)
- οὐ μὴν ἀλλὰ τῶν ἐγκαλούντων ἐλάχιστα φροντίζων ὁ Κάτων ἔτι μᾶλλον ἐπέτεινεν, ἀποκόπτων μὲν ὀχετοὺσ, οἷσ τὸ παραρρέον δημόσιον ὕδωρ ὑπολαμβάνοντεσ ἀπῆγον εἰσ οἰκίασ ἰδίασ καὶ κήπουσ, ἀνατρέπων δὲ καὶ καταβάλλων ὅσα προὔβαινεν εἰσ τὸ δημόσιον οἰκοδομήματα, συστέλλων δὲ τοῖσ μισθοῖσ τὰσ ἐργολαβίασ, τὰ δὲ τέλη ταῖσ πράσεσιν ἐπὶ τὰσ ἐσχάτασ ἐλαύνων τιμάσ, ἀφ’ ὧν αὐτῷ πολὺ συνήχθη μῖσοσ, οἱ δὲ περὶ τὸν Τίτον συστάντεσ ἐπ’ αὐτὸν ἔν τε τῇ βουλῇ τὰσ γεγενημένασ ἐκδόσεισ καὶ μισθώσεισ τῶν ἱερῶν καὶ δημοσίων ἔργων ἔλυσαν ὡσ γεγενημένασ ἀλυσιτελῶσ, καὶ τῶν δημάρχων τοὺσ θρασυτάτουσ παρώξυναν ἐν δήμῳ προσκαλέσασθαι τὸν Κάτωνα καὶ ζημιῶσαι δυσὶ ταλάντοισ. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 19 1:1)
- καὶ περιέπιπτον ἀλλήλοισ, ἑώσ εὑρὼν νεκρὸν ἀνείλετο τῇ προβοσκίδι, καὶ τοῖσ ὀδοῦσιν ἀμφοτέροισ ὑπολαβὼν ἀνέστρεφε πάλιν ὥσπερ ἐμμανὴσ, ἀνατρέπων καὶ διαφθείρων τοὺσ ἐντυγχάνοντασ. (Plutarch, chapter 33 5:1)
Synonyms
-
to turn up or over
-
to overthrow
-
to stir up
Derived
- ἀποτρέπω (to turn, away from, to turn away)
- διατρέπω (to turn away from, to be turned from one's purpose, to be perplexed)
- ἐκτρέπω (to turn out of the course, to turn aside, to turn aside from)
- ἐντρέπω (to turn about, to alter, to turn about)
- ἐπιτρέπω (to turn towards, inclined itself, to turn over to)
- μετατρέπομαι (to turn oneself round, turn round, to look back to)
- παρατρέπω (to turn aside, to turn, from)
- περιτρέπω (to turn and bring round, to overturn, upset)
- προστρέπω (to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate)
- προτρέπω (to urge forwards, to turn in headlong flight, to give oneself up)
- τρέπω (I turn.)