ἀνατρέπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀνατρέπω
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
τρέπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: Note that aor2 middle is used in a passive sense.
Sense
- to turn up or over, overturn, upset
- to overthrow
- to upset, refute, to be upset, disheartened
- to stir up, awaken
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ τὸ τοιοῦτον ὅμοιον ἂν εἶναι τοῖσ τῶν παιδίων οἰκοδομήμασιν, ἃ κατασκευάσαντεσ ἐκεῖνοι ἀσθενῆ εὐθὺσ ἀνατρέπουσιν, ἢ καὶ νὴ Δία τοῖσ τοξεύειν μελετῶσιν, οἳ κάρφη τινὰ συνδήσαντεσ, ἔπειτα ἐπὶ κοντοῦ πήξαντεσ οὐ πόρρω προθέμενοι στοχάζονται ἀφιέντεσ, καὶ ἢν τύχωσί ποτε καὶ διαπείρωσι τὰ κάρφη, ἀνέκραγον εὐθὺσ ὥσ τι μέγα ποιήσαντεσ, εἰ διεξελήλυθεν αὐτοῖσ τὸ βέλοσ διὰ τῶν φρυγάνων. (Lucian, 69:2)
- "τοῦτο μέντοι τὸ συνεκτικὸν ἁπάσησ κοινωνίασ καὶ νομοθεσίασ ἔρεισμα καὶ βάθρον οὐ κύκλῳ περιιόντεσ οὐδὲ κρύφα καὶ δι’ αἰνιγμάτων, ἀλλὰ τὴν πρώτην τῶν κυριωτάτων δοξῶν προσβαλόντεσ εὐθὺσ ἀνατρέπουσιν. (Plutarch, Adversus Colotem, section 31 1:12)
- ἔνιοι γὰρ ὥσπερ ὕδωρ τοῖσ χαλῶσι καὶ διισταμένοισ ὑπορρέοντεσ ἀνατρέπουσιν οἰκειότητασ καὶ φιλίασ, μισοῦντεσ μὲν ἀμφοτέρουσ ἐπιτιθέμενοι δὲ τῷ μᾶλλον ὑπ’ ἀσθενείασ ἐνδιδόντι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 1:2)
- ἔνιοι γὰρ ὥσπερ ὕδωρ τοῖσ χαλῶσι καὶ διισταμένοισ ὑπορρέοντεσ ἀνατρέπουσιν οἰκειότητασ καὶ φιλίασ, μισοῦντεσ μὲν ἀμφοτέρουσ ἐπιτιθέμενοι δὲ τῷ μᾶλλον ὑπ’ ἀσθενείασ ἐνδιδόντι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 3:2)
- "σκώμματοσ δὲ τῷ μὴ δυναμένῳ μετ’ εὐλαβείασ καὶ τέχνησ κατὰ καιρὸν ἅπτεσθαι παντάπασιν ἀφεκτέον ὥσπερ γὰρ οἱ ἐν ὀλισθηρῷ τόπῳ, κἂν θίγωσιν ἐκ παραδρομῆσ μόνον, ἀνατρέπουσιν, οὕτωσ ἐν οἴνῳ πρὸσ πᾶσαν ἀφορμὴν λόγου μὴ κατὰ σχῆμα γιγνομένην ἐπισφαλῶσ ἔχομεν. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 8:1)
- ἐν ᾗ δύο πλημοχόασ πληρώσαντεσ τὴν μὲν πρὸσ ἀνατολάσ,7 τὴν δὲ πρὸσ δύσιν ἀνιστάμενοι ἀνατρέπουσίν,8 ἐπιλέγοντεσ ῥῆσιν μυστικήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 93 1:1)
Synonyms
-
to turn up or over
-
to overthrow
-
to stir up
Derived
- ἀποτρέπω (to turn, away from, to turn away)
- διατρέπω (to turn away from, to be turned from one's purpose, to be perplexed)
- ἐκτρέπω (to turn out of the course, to turn aside, to turn aside from)
- ἐντρέπω (to turn about, to alter, to turn about)
- ἐπιτρέπω (to turn towards, inclined itself, to turn over to)
- μετατρέπομαι (to turn oneself round, turn round, to look back to)
- παρατρέπω (to turn aside, to turn, from)
- περιτρέπω (to turn and bring round, to overturn, upset)
- προστρέπω (to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate)
- προτρέπω (to urge forwards, to turn in headlong flight, to give oneself up)
- τρέπω (I turn.)