Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνατρέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνατρέπω

Structure: ἀνα (Prefix) + τρέπ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: Note that aor2 middle is used in a passive sense.

Sense

  1. to turn up or over, overturn, upset
  2. to overthrow
  3. to upset, refute, to be upset, disheartened
  4. to stir up, awaken

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνατρέπω ἀνατρέπεις ἀνατρέπει
Dual ἀνατρέπετον ἀνατρέπετον
Plural ἀνατρέπομεν ἀνατρέπετε ἀνατρέπουσιν*
SubjunctiveSingular ἀνατρέπω ἀνατρέπῃς ἀνατρέπῃ
Dual ἀνατρέπητον ἀνατρέπητον
Plural ἀνατρέπωμεν ἀνατρέπητε ἀνατρέπωσιν*
OptativeSingular ἀνατρέποιμι ἀνατρέποις ἀνατρέποι
Dual ἀνατρέποιτον ἀνατρεποίτην
Plural ἀνατρέποιμεν ἀνατρέποιτε ἀνατρέποιεν
ImperativeSingular ἀνατρέπε ἀνατρεπέτω
Dual ἀνατρέπετον ἀνατρεπέτων
Plural ἀνατρέπετε ἀνατρεπόντων, ἀνατρεπέτωσαν
Infinitive ἀνατρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνατρεπων ἀνατρεποντος ἀνατρεπουσα ἀνατρεπουσης ἀνατρεπον ἀνατρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀνατρέπομαι ἀνατρέπει, ἀνατρέπῃ ἀνατρέπεται
Dual ἀνατρέπεσθον ἀνατρέπεσθον
Plural ἀνατρεπόμεθα ἀνατρέπεσθε ἀνατρέπονται
SubjunctiveSingular ἀνατρέπωμαι ἀνατρέπῃ ἀνατρέπηται
Dual ἀνατρέπησθον ἀνατρέπησθον
Plural ἀνατρεπώμεθα ἀνατρέπησθε ἀνατρέπωνται
OptativeSingular ἀνατρεποίμην ἀνατρέποιο ἀνατρέποιτο
Dual ἀνατρέποισθον ἀνατρεποίσθην
Plural ἀνατρεποίμεθα ἀνατρέποισθε ἀνατρέποιντο
ImperativeSingular ἀνατρέπου ἀνατρεπέσθω
Dual ἀνατρέπεσθον ἀνατρεπέσθων
Plural ἀνατρέπεσθε ἀνατρεπέσθων, ἀνατρεπέσθωσαν
Infinitive ἀνατρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀνατρεπομενος ἀνατρεπομενου ἀνατρεπομενη ἀνατρεπομενης ἀνατρεπομενον ἀνατρεπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐὰν οὖν τὰ ἀγάλματα αὐτῶν περικόπτῃ τισ ἢ τοὺσ βωμοὺσ ἀνατρέπῃ, τοῦτον ἡγεῖσθε ἀσεβεῖν· (Dio, Chrysostom, Orationes, 48:3)

Synonyms

  1. to turn up or over

  2. to overthrow

  3. to stir up

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION